Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Ινδιάνος Σιάτλ : Τραγούδια για το περιβάλλον και την οικολογική καταστροφή ( Διαθεματική εργασία)








                                         

                                         

                                         


                                       
                                         

                                         

                                       

                                       

                                       

Και πολλά άλλα :
A.T.W.A. - System of a Down
Another Way to Die - Disturbed
Another World - Antony and the Johnsons
Anything but the Truth - Jack Johnson
Arguing With Thermometers - Enter Shikari
As Long as the Grass Shall Grow - Johnny Cash
Ashes & Pearls - Debi Nova
Big Boys Bickering - Paul McCartney
Black Hearts Now Reign - Unearth
Brother Thrush - Barclay James Harvest
Calm Before The Storm - Saxon
Conviction Of The Heart - Kenny Loggins
Cuyahoga - R.E.M.
Dark Now My Sky - Barclay James Harvest
Desperation Breeds… - Andrew Bird
Do The Joy - Air
Down In The Woods - Richard Hawley
Earth Song - Michael Jackson
Electric Los Angeles Sunset - Al Stewart
Even Though - Morcheeba
Evolution - Korn
Explorers - Muse
Eyes Wide Open - Gotye
Fall On Me - R.E.M.
Floods - Fightstar
Gasoline - Sheryl Crow
Global Warming - Gojira
Greener - Arrested Development
Greenpeace - James
Hands All Over - Soundgarden
I Need To Wake Up - Melissa Etheridge
If The World - Guns N' Roses
Jars - Chevelle
Just Singing A Song - Neil Young
Make a Wave - Disney's Friends For Change
Mama Nature Said - Thin Lizzy
Mercy Mercy Me (The Ecology) - Marvin Gaye
Messages - Xavier Rudd
Mother Nature Goes to Heaven - a-ha
Move Faster - The Fingertips
Náttúra - Björk
Natural Science - Rush
Pastoral Symphony - Ludwig Van Beethoven
Peaceful Valley Boulevard - Neil Young
Plastic Beach - Gorillaz
Pull The Damn Thing Down - John Miles
Radioactivity - Kraftwerk
Ready To Fall - Rise Against
Red Tide - Rush
Resistance - Queensrÿche
Sex Kills - Joni Mitchell
Shapes Of Things - The Yardbirds
Shine Over Babylon - Sheryl Crow
Slush - Jarvis Cocker
Stop! - Jane's Addiction
Stop! Before It's Too Late and We've Destroyed It All - Atreyu
Super Womble - The Wombles
Survival - Yes
Sweepstakes - Gorillaz
Synchronicity II - The Police
That's The Way - Led Zeppelin
The 2nd Law: Unsustainable - Muse
The Devil's Beat - Sandi Thom
The Last Resort - Eagles
This Is Your Land - Simple Minds
This Poison Fountain - White Lightning
Time Is Ticking Out - The Cranberries
Time Will Crawl - David Bowie
Uaschitschun - Running Wild
Walk Like a Giant - Neil Young & Crazy Horse
Welcome To The World Of The Plastic Beach - Gorillaz
Where Do the Children Play? - Cat Stevens
Wind on the Water - Crosby, Stills & Nash

Wolf - First Aid Kit





                                          

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Τζιτζίκια στήσαν το χορό, Γ. Ρίτσος - Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι, Ελύτης



                          

http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A107/391/2581,10054/








                            

Θαλασσινά τραγούδια, Γ. Δροσίνης





http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A107/391/2581,10053/


Δείτε μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση στον παρακάτω σύνδεσμο :

http://www.slideshare.net/katerina60/ss-9723938







Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας, Μ. Ιορδανίδου





ΜΑΡΙΑ IΟΡΔΑΝΙΔΟΥ  Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας
         Η αστική καθημερινότητα της σύγχρονης εποχής μέσα στην οποία κυριαρχούν το τσιμέντο και οι πολυκατοικίες είναι το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η Μαρία Ιορδανίδου στο τελευταίο της πεζογράφημα Η αυλή μας (1981). Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την αρχή του βιβλίου και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Η ηλικιωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα συγγραφέας ζει πια σε πολυκατοικία, όπου βιώνει όλα τα προβλήματα της κοινής ζωής, τις ενοχλήσεις από τα άλλα διαμερίσματα και την ψυχική αποξένωση των ενοίκων.
Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.
         Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία. Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.
         Στις περισσότερες απ' αυτές τις πολυκατοικίες, που χτίζονται η μια ύστερα απ' την άλλη, σπάνια θα δεις παράθυρο. Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σ' ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού. Έτσι λοιπόν, μπαλκονόπορτα και κάμαρα, και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος. Πώς επιπλώνεται, πώς κατοικείται αυτός ο χώρος, δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ. Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας. Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις, σου έβαλε τις απλίκες* εκεί που θα μπει το «καθιστικό», δηλαδή ο καναπές, το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.
         Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την «κόχη» της. Εκεί που θα κουρνιάσει* να πιει το καφεδάκι της, να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της, και να αφουγκραστεί* την ανάσα του σπιτιού της. Ίσως γι' αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της. Ξένο πράμα. Όλα τυποποιημένα, όλα προμελετημένα.* Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου. Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα, έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.
Αλέκος Κοντόπουλος, Αθήνα
Αλέκος Κοντόπουλος, Αθήνα
                  Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.* Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος. Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.
         Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί. Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της. Όλα αυτά ακούονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
         Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.
         Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού. Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει, εκείνο, αγουροξυπνημένο, αμύνεται, και φαίνεται πως το δέρνει.
         - Κυρία μου, φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου, αφήστε το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σε ηλικία που πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του.
         - Τι λες, κυρά μου; φωνάζει έξαλλη από μέσα η μητέρα. Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου. Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει, δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
         Πραγματικά, από το δρόμο ακούγεται το μπικ-μπικ του αυτοκινήτου. Δε μίλησα. Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
         Λίγες ώρες ησυχία, και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού. Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε, όμως η μητέρα άργησε, και ο σωφέρ δεν μπορεί ν' αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο. Το παίρνει μαζί του και ξεκινά. Το παιδί από μέσα ωρύεται.*
         Για κανένα μήνα ησύχασα όταν το αντρόγυνο πήρε την άδειά του την καλοκαιρινή. Ξεκίνησαν οι δυο με τ' αυτοκίνητό τους για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι. Μια μέρα, από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας, κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε. Γύρισαν πίσω. Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου.
         - Φά' το! φά' το είπα! Δεν το τρως;
         Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
         - Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
         Και πάλι η φωνή.
         Δε βάσταξα. Πετιέμαι έξω, μ' αρπάζει η Νέλλη,* με τραβοκοπά.
         - Πού πας;
         - Πάω να πιάσω την πόρτα τους με τις κλοτσιές. Άσε με.
         - Τρελάθηκες;
         Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν' αποταθώ.* Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
         - Το παιδάκι από τον καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα. Έγινε πετσί και κόκαλο. Το κακόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
         Οι Γάλλοι λένε: Les enfants, quand ils sont petits, ils nous aiment. Quand ils grandissent, ils nous jugent, et parfois ils nous pardonnent, Τα παιδιά, όταν είναι μικρά μας αγαπάνε, όταν μεγαλώνουν μας κρίνουνε, και καμιά φορά μάς συγχωρούνε.
         Αυτή η μικρούλα, φαίνεται, μεγάλωσε πριν από την ώρα της, έκρινε τη μητέρα της και δεν τη συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη. Την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί. Έχουν την αξιοπρέπειά τους και τα παιδιά.
         Η ζωή μου μέσα σ' αυτή την πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη. Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε. Το διαμέρισμα ξανανοικιάστηκε πολύ γρήγορα. Το έπιασε ένας εργένης και ησυχάσαμε.
Μ. Ιορδανίδου, Η αυλή μας,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
img
Μάριος Χάκκας, «Ο μπιντές» (διήγημα)  Νίκος Χουλιαράς, «Το άλμπατρος του δωματίου» (απόσπασμα)

* απλίκες: φωτιστικά που στερεώνονται στον τοίχο * θα κουρνιάσει: θα κάτσει ήσυχα, θα ηρεμήσει * να αφουγκραστεί: να ακούσει * προμελετημένα: σχεδιασμένα και προαποφασισμένα * αγγλοπρεπείς: απέκτησαν ξενικές συνήθειες, έγιναν τυπικοί * ωρύεται: κλαίει και κραυγάζει * Νέλλη: η κόρη της αφηγήτριας * ν' αποταθώ: να απευθυνθώ

Εργασίες μαθητών :





                             Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάνδρα 
                           Μαρία Ιορδανίδου, Τα φαντάσματα
                            
                 

Κάποια Χριστούγεννα , Ξενόπουλος


Ψηφιακό Σχολείο

Κάποια Χριστούγεννα
         Η παρακάτω επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1925 και απευθυνόταν στους μικρούς αναγνώστες της Διάπλασης των παίδων, περιοδικού που διεύθυνε με επιτυχία για 50 χρόνια (1896-1944, 1946-1948). O Ζακυνθινός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας αναπολεί, με νοσταλγία αλλά και χιούμορ, τα παιδικά του χρόνια και την οικογενειακή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, σε συνδυασμό με τα έθιμα και τις παραδοσιακές συνήθειες του τόπου του.
 Χριστουγεννιάτικα παραμύθια και διηγήματα (Δραστηριότητα)
Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925
Αγαπητοί μου,
         Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα... την Πρωτοχρονιά. Πώς; Ακολουθούσα κανένα δικό μου καλαντάρι*, ή είχα προσηλυτισθεί σε καμιά αίρεση;... Τίποτ' απ' αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς...  κουλούρα.
         Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή* κάποια κουλούρα. Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής, -αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα,* σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ' αυτήν; Και πού να 'βρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;
         - Χριστούγεννα αύριο, μου 'λεγαν. Και του χρόνου!
         - Πού είναι τα; Απαντούσα. Δεν τα βλέπω!...
         Και δεν τα 'βλεπα πραγματικώς. Ή, να πω καλύτερα, τα 'βλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα - τα 'βλεπα εκεί κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και -αλίμονο!- με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή... Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαψαν τα μάτια μου, έκλαψε όμως η ψυχή μου, - ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται...
         Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, -ε, φυσικά, τι κι αν έλειπα; Δεν είχα κιόλα πεθάνει!- και, μαζί μ' ένα χριστόψωμο κι ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλά αργούσε. Δεν είχε εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για δέματα. (Αχ, κι αυτός ο Έδισσον! Τι κάνει;...) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και το 'τρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.
         Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή. Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω... κατόπιν εορτής.
         Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καημένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον... Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν' αφήσει, να ξεσυνηθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ' ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το αντίθετο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου. Και η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά... τα Θεοφάνεια.
         Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά μητέρα μου.
         - Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα!
         - Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.
         Πραγματικώς, παράγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε. Αλλά θα το πιστέψετε; Δε μ' ενθουσίασε καθόλου! «Πού το τσουρέκι μας; Έλεγα. Αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από καθετί και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν το 'χα, δε μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνηθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ' ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά...
         Μη δεν ήταν το ίδιο;
         Όχι, το ίδιο ήταν απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος... Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνηθίσει τα πράματα της πατρίδας μου και είχα συνηθίσει τ' αθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι ακόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ' έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ' το καλύτερο τσουρέκι. Αλλά όταν, με τον καιρό, λιγόστεψε κι έσβησε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα εγκλιματιστεί* πια Αθηναίος. Κι ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα από το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει να 'ναι Ζακυθινός, και να μένει στη Ζάκυθο.
         Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και το μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι, ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο* με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολύμπιων Θεών. Δε θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός -ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;- όταν πέτυχε μια φορά κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκενος τον δοκίμασε μ' ένα μεγάλο μορφασμό.
         - Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
         - Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!
         Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;... Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες* δε συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να το 'κανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι' αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατιρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα Ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη -στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως- που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει... τ' ωραίο χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!
Σας ασπάζομαι
Φαίδων
Γ. Ξενόπουλος, Αθηναϊκές επιστολές,
Αδελφοί Βλάσση
img
Μιχάλης Γκανάς, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

* καλαντάρι: ημερολόγιο * πομπή: τελετή * ζαφουράνα: ζαφορά, κρόκος, είδος φυτού που καλλιεργείται για τις χρωστικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες * είχα εγκλιματιστεί: είχα συνηθίσει στο νέο τρόπο ζωής *εφάμιλλο: ισοδύναμο, ισάξιο * Λάκαινες: Σπαρτιάτισσες
Οι εργασίες των μαθητών μου!
Πώς γιορτάζονται τα Χριστούγεννα σε διάφορες χώρες του κόσμου

Ήθη και έθιμα από όλη την Ελλάδα
Ρογκάτσια


Χριστουγεννιάτικα έθιμα 


                           




Γρηγόριος Ξενόπουλος