Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ , Λόρδος Μπάυρον



Εδώ, στην πέτρα τη βαριά, τώρα ας καθίσω μόνος·
σε μαρμαρένιο κι άσειστον ακόμα στυλοβάτη,
εδώ που ο παντοδύναμος και διαλεχτός σου θρόνος
ήταν, του Κρόνου ω Oλύμπιε γιε, ψάχνοντας δώθε κάτι
πάντα κανείς απ' το κρυφό το μεγαλείο θα βρει.
Ω απίστευτο· μήδε κι αυτό της φαντασίας το μάτι
δεν πλάθει ό,τι με κάματο* λες σβήσαν οι καιροί.
Μα οι στύλοι οι περήφανοι δε θεν απ' το διαβάτη
καν να στενάξει· πάνω τους ο Τούρκος ξαποσταίνει*
με δίχως έννοια, κι ο Ρωμιός σφυρίζει και διαβαίνει.

Μ' απ' όλους όσους το Ναό κουρσέψαν κει ψηλά,
όπου η Παλλάδα ίσαμε* χτες λημέρευε μονάχη,
πονώντας και μη θέλοντας ν' αφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σαν ποια πατρίδα νά 'χει
γραφτό ήταν ο υστερότερος στη φαύλην αρπαγή;
Καληδονία*, κοκκίνισε, γιατί είχε μάνα εσένα.
Αγγλία, δόξα σου, που εσύ δεν είχες τέτοια γέννα,
τι δεν αγγίζει ελεύθερο παρά όποιος σκλαβοβγεί.
Και όμως εβιάσαν και έφεραν κάθε ιερό θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύν καιρόν αποτροπιασμένο.

Oι Πίκτοι* να και σήμερα τι θε ν' αφήσουν χνάρια
περήφανα· ρημάγματα ναούς και Παρθενώνες,
που σεβαστήκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αιώνες.
Ω της Αθήνας τα στερνά παντέρμα απομεινάρια!
Όσοι ν' αρπάξουν σκέφτηκαν απ' τη γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο* τους κεφάλι,
στους βράχους της πατρίδας τους που κόβουν τ' ακρογιάλι.
Και, ωιμέ, προστάτες αχαμνοί* μπρος στους βωμούς της τώρα,
να, τα παιδιά της, που ο καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιο πικρό μαράζι.

Τώρα, το κρένει Βρετανός, ποιος το 'λπιζε, στοχάσου,
πως η Αλβιόνα* έχει χαρές στων Αθηνών το κλάμα.
Μα οι σκλάβοι κι αν τους σπάραξαν, ωιμέ! με τ' όνομά σου,
μη στην Ευρώπη, είναι ντροπή, μην πεις το ανόσιο δράμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.
Ναι, διαφεντεύτρα ευγενική που ο κόσμος αγαπά,
με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια, που και χρόνια
και τύραννοι σεβάστηκαν, μ' αγάπη ή ζηλοφθόνια.

Η αιγίδα* σου η θαυματουργή που ξάφνιασε στη στράτα
τον θεριωμένο Αλάριχο*, Παλλάδα*, τι έχει γίνει;
Τι του Πηλέα γίνηκεν ο γιος*, που τον εκράτα
του κάκου ο Άδης σκλάβο του, και που τη μέρα εκείνη
πετάχτη η σκιά του πάνοπλη στο φως· μη δεν μπορούσε
ξανά ν' αφήσει ο Πλούτωνας* τον ήρωα να βγει,
να σκιάζει* κι άλλον άρπαγα μπροστά στην αρπαγή!
Ω! μπρος στης Στύγας* τις οχθές ανέμελα γυρνούσε
κι αφήκεν απροστάτευτες, τη μαύρη εκείνην ώρα,
μετόπες που διαφέντευεν είκοσι αιώνες τώρα.

Ω! είναι από πέτρα όποιος για σε δε νιώθει, ωραία Ελλάδα,
ό,τι εραστής όπου θεωρεί μπρος του νεκρή ερωμένη,
κι αναίσθητη έχει την καρδιά που αβούρκωτη* απομένει,
μετόπες, τείχη και βωμούς βλέποντας σκόνη, αράδα
να σου τα γδύνουν Βρετανοί, που θα 'πρεπε ταμένοι
να στέκουν φυλακάτορες στα λείψανα τεμένη*.
Ανάθεμά τη τη στιγμή κουρσάροι που αρμενίζαν
απ' το νησί τους, κι έσκιζαν τα στήθη σου ξανά
τα πληγωμένα, αρπάζοντας να παν στα βορινά
και μισητά τους κλίματα, θεούς που ανατριχιάζαν.

                                                         Λ. Μπάυρον,
                                        Τα τραγούδια του για την Ελλάδα,
                                               μτφρ. Στέφανος Μύρτας


Τα Ελγίνεια Μάρμαρα :

http://www.youtube.com/watch?v=tCQFJQ82Oz0



Στα καμένα, Μ. Γκανάς




Έλα να πάμε στα καμένα, 
στον Υμηττό και στην Αυλώνα, 
πουλιά και πεύκα συλλογίσου 
ενός καμένου παραδείσου, 
δέντρα που ήτανε φαντάσου 
και στη σκιά τους ξεκουράσου.
Έλα και πάρε με μαζί σου
στην κυριακάτικη εκδρομή σου,
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου,
στις εκβολές του παραδείσου.
Έλα να πάμε στα καμένα,
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ' τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.
Έλα να βγούμε απ' το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες,
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ, στο χείλος της αβύσσου,
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει,
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο,
να δείχνει φονικά και φλόγες,
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες,
ενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα*
με τα παιδάκια μας στον ώμο,
για να μας δείχνουνε το δρόμο.
Μ. Γκανάς, Στίχοι, Μελάνι







Εργασίες μαθητών Γυμνασίου Μελίκης 2013 - 2014

http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2071063/ 

Ο κακός μαθητής , Ανδρέας Λασκαράτος





Εξαιρώ τον μαθητήν του Πανεπιστημίου. Τούτος υποθέτεται ενήλικος, και θαν έχει ακολούθως άλλη γνώση, άλλη διαγωγή. Εννοώ δε τον μαθητήν των κατωτέρων εχπαιδευτηρίων.

Τούτος, ως επί το πλείστον, δεν εννοεί και δεν εχτιμά την αξίαν της μαθήσεως. Πηγαίνει στο σχολείον, επειδή εσυνήθισε έως από νήπιο να πηγαίνει· επειδή οι γονείς του τόνε θέλουνε να εξακολουθεί να πηγαίνει, και επειδή βλέπει που και τ' άλλα παιδιά πηγαίνουνε· αλλά στο σχολείον του γυρεύει κάθε άλλο, παρά να μάθει.

Η κλάση* δι' αυτόν είναι ένα είδος συνεταιρισμού, όπου εντός ολίγου και αυτός συνεταιρίζεται*. Και επειδή σ' εκείνην την ηλικία τα αισθήματα και τα φρονήματα λίγο διαφέρουν μεταξύ των συμμαθητών, δεν θ' αργήσουνε συμφωνούντες να εύρουνε πως οι εορτές, και κάθε άλλο που ελευθερώνει από την αηδία του μαθήματος, είναι ευτύχημα, και να συνομόνονται*, διά να υποχρεώνουνε τους καθηγητάς να εορτάζουνε.

Δεν φθάνει. Εντός του σχολαστικού* χρόνου τα εχπαιδευτήρια έχουνε διακοπές, κάποτε από πολλές ημέρες, και το καλοκαίρι μίαν από μήνες. O δε τοιούτος μαθητής, σ' όλες όσες διακοπές, δεν ανοίγει ποτέ βιβλίο.

Παρομοίως όταν ξημερώνει εορτή, δεν πιάνει μήτε τότε βιβλίο. Και πραγματικώς, τι νόημα ήθελ' έχει η σπουδή του εκείνην την βραδιά, αφού σκοπός της σπουδής του δεν είναι η προκοπή του, αλλά το να μπορέσει να πει το μάθημα, και μάθημα την ακόλουθην ημέρα δεν είναι;


Επειδή δε, πηγαίνοντας εις το σχολείον, μόνος του σκοπός είναι να πει το μάθημα και αν δυνατόν να περάσει, κάθε απάτη προς τον καθηγητήν του είναι χρήσιμη, και τη μεταχειρίζεται προθύμως.

Εις δε τες προετοιμασίες του διά τες εξέτασες της χρονιάς, ο κακός μαθητής, αντί να βαλθεί να συνάξει με τον νουν του όλες τες γνώσες, οπού εις τον σχολαστικόν χρόνον απόχτησε, και ναν τες οικειοποιήσει στον εαυτόν του διά της επανειλημμένης μελέτης, ετοιμάζει μόνον καλά κακά τα μέρη εκείνα, που σε κάθε βιβλίο νομίζει πιθανόν να εξετασθεί· και καλεί διά την στιγμήν της εξετάσεως μαθητάδες φίλους του, οι οποίοι στεκόμενοι οπίσωθέ του τον βοηθούν κρυφά στες απόκρισες.

Με τούτον τον τρόπον ο τοιούτος μαθητής ελπίζει να περάσει. Αν δε αποτύχει,… οι καθηγηταί τον αδικήσανε!

Αλλ' ο τοιούτος μαθητής αξαίνει* αμαθής. Και όταν εις ανδρικήν ηλικίαν, είναι ανίκανος και ανάξιος διά κάθε εργασίαν. Συγκαταλογίζεται* με τους χυδαίους* και δεν έχει να προσμείνει παρά την αψηφισίαν* των συμπολιτών του.


                                                                                     Α. Λασκαράτος, Ιδού ο άνθρωπος, Ερμής


Συγκριτική ανάλυση :






Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Δ. Σολωμός





                                                               

                                       Ι

     Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί*, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει*·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός* το ξέρει».


                                     II

O Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε*.
.....................................................................................
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π' ολονυχτίς εσύσμιξε* με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα*,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει*:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

Δ. Σολωμός, Ποιήματα και πεζά, Στιγμή

Το εκπαιδευτικό σύστημα στο σινεμά



Γυμνάσιο Μελίκης

Β' Γυμνασίου 2013 - 2014

Εργασία  μαθήτριας του Β2 :

http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2054673-les-choristes/

Τι έπαιξα στο Λαύριο , Δ. Σαββόπουλος




                                                   


                                       Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά 
στην αγορά στο Λαύριο
είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά
κι όλο φοβάμαι το αύριο.
Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα
Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
μα ούτε και στους μεγάλους
πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
πως είμαι ασχημοπαπαγάλος.
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν γυρνάς μέσα στην πόλη
Δ. Σαββόπουλος, H σούμα, 1963-2003, Ιανός


Β' Γυμνασίου Μελίκης , 2013 - 2014

Οπτικοποίηση τραγουδιού :   

Εργασίες μαθητών: