Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Μεταφράσεις Αρχαίων Ελληνικών Α΄ Γυμνασίου




Οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου μπορούν να βρουν μεταφράσεις των αρχαίων ελληνικών κειμένων της τάξης τους στο ιστολόγιο του Ελληνικού Πολιτισμού. 

Πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/oles%20oi%20metafraseis%20a.htm




Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Φθόγγοι και γράμματα - Τόνοι και πνεύματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας








Τα βίντεο προέρχονται από το Youtube.

Ένα ταξίδι επιστημονικής φαντασίας





Τα βίντεο προέρχονται από το Youtube.

Τα επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων






Τα βίντεο προέρχονται από το Youtube.

To tango της προσωπικής αντωνυμίας








Τα βίντεο προέρχονται από το Youtube.

Κρητική Λογοτεχνία - Κρητική κουζίνα





Με αφορμή τα αριστουργήματα της κρητικής λογοτεχνίας "Ερωφίλη" και "Ερωτόκριτος" που διδαχθήκαμε στο μάθημα των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ' Γυμνασίου δοκιμάσαμε κρητικές γεύσεις και ακούσαμε κρητική μουσική.







Μπορείτε να βρείτε κρητικές συνταγές στον παρακάτω σύνδεσμο:



Πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο και ακούστε κρητικές μουσικές:


Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η Λογοτεχνία μας εμπνέει...




Ερωτόκριτος και Αρετούσα









Του Γιοφυριού της Άρτας - Πανάρετος και Ερωφίλη






Ερωτόκριτος, Β. Κορνάρος






Ακούστε το διάλογο του Πεζόστρατου και του Ρήγα:

https://www.youtube.com/watch?v=gIMaxqxBjV0



Μπορείτε να ακούσετε τα Θλιβερά Μαντάτα (Ερωτόκριτος) από τον Ν.Ξυλούρη και τον Γ.Χαρούλη:



                            
Τα βίντεο προέρχονται από το Youtube.

"Να' σαι καλά, δάσκαλε" του Γ. Ιωάννου





Δείτε το διήγημα του Γ.Ιωάννου σε μορφή comic:



Μπορείτε να ακούσετε και την ανάγνωση του διηγήματος από τον ηθοποιό Γρηγόρη Βαλτινό:


Ας μάθουμε κάποια πράγματα για τον συγγραφέα:

 Ο Γιώργος Σορολόπης (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Γιώργου Ιωάννου) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης και για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Εργάστηκε ως φιλόλογος αρχικά σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη συνέχεια σε δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα 58 του χρόνια.


                                                       


Το 1959 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή 'κιβώτια' και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή 'Τα χίλια δέντρα'. Στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία το 1964, με μια συλλογή 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο.

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση και κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών. 
Επίσης μετέφρασε και σχολίασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. 
Κύρια λογοτεχνική ενασχόληση όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι τον θάνατό του είναι:

Η Σαρκοφάγος, συλλογή πεζών με 29 κείμενα (1971)
Η μόνη κληρονομιά, συλλογή πεζών με 17 κείμενα (1974)
To δικό μας αίμα, (Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας 1978) (1978)
Επιτάφιος Θρήνος (1980)
Ομόνοια (1980)
Κοιτάσματα (1981)
Πολλαπλά κατάγματα (1981)
Περί εφήβων και μη (1982)
Εύφλεκτη χώρα (1982)
Καταπακτή (1982)
Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984)
Ο της φύσεως έρως (1986)
Επίσης στίχοι του μελοποιημένοι κυκλοφόρησαν σε δίσκο,με τον τίτλο,Κέντρο διερχομένων, σε μουσική, ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη. Τραγουδούν: Δημήτρης Ψαριανός, Δημήτρης Κοντογιάννης και Ελευθερία Αρβανιτάκη, LYRA 1982



Ανήκει στη μεταπολεμική πεζογραφία και συγκεκριμένα στη σχολή της Θεσσαλονίκης, στους λογοτέχνες εκείνους δηλαδή που έδρασαν στη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες του 40 και του 50. Αντλεί τα θέματα του από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον πόλεμο και την κατοχή και από τα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου. Χαρακτηριστικά της γραφής του είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο εξομολογητικός τόνος, το αυθεντικό και άμεσο ύφος, η ειλικρίνεια και η κατάργηση της γραμμικής χρονικής αφήγησης, η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός.


                 Ο τίτλος του διηγήματος "Να'σαι καλά,δάσκαλε"
Είναι η φράση με την οποία ένας μαθητής με χιούμορ εκφράζει το ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη του στον δάσκαλο που του έμαθε να αγαπά και να σέβεται τη λαϊκή του παράδοση.

                                            



Δύο διαφορετικά μοντέλα διδασκαλίας
Ο καθηγητής δεν ακολουθεί τον συνηθισμένο τρόπο διδασκαλίας αλλά χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει για να φέρει τα παιδιά κοντά στην παράδοση. Αξιοποιεί τη συζήτηση, τις εκδρομές στη φύση, το τραγούδι, το χορό και οπτικοακουστικό υλικό. Έτσι το μάθημα του γίνεται πρωτότυπο, ξεχωριστό και διασκεδαστικό για τα παιδιά.




                                    Μαθητική πονηριά
Ο αφηγητής κατέφυγε σε μια μικρή πονηριά προκειμένου να κάνει την εργασία του, η οποία όμως γίνεται αντιληπτή από τον καθηγητή που δεν τον μαλώνει και δεν τον προσβάλλει αλλά τον παρακινεί με ένα διακριτικό σχόλιο να κάνει καλύτερη εργασία. Ένας άλλος μαθητής όμως αντί για δημοτικά τραγούδια φέρνει ένα τραγούδι ενός συνθέτη της εποχής του. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο συγγραφέας δίνει το μήνυμα στο τέλος ότι η ζωή στις πόλεις αλλοιώνει τόσο πολύ τον άνθρωπο που ξεχνά τις ρίζες του, αποκόπτεται από το παρελθόν του και τις παραδόσεις του και είναι δύσκολο να επανασυνδεθεί με αυτές.


Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ενικό ή πληθυντικό πρόσωπο και σε τρίτο πρόσωπο. Όταν συμμετέχει ο ίδιος στα γεγονότα είναι ομοδιηγητικός, ενώ όταν αφηγείται την πονηριά του συμμαθητή του γίνεται ετεροδιηγητικός.

                                           


Τι είναι ο λαϊκός πολιτισμός που τόσο αγαπά ο δάσκαλος;
Ο όρος "Λαϊκός Πολιτισμός" καλύπτει ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων . Ειδικότερα, μπορεί κάποιος σήμερα να αναφερθεί στην "υλική" και την "άυλη" πολιτιστική κληρονομιά, με βάση τις μαρτυρίες που έχουν διασωθεί έως τις μέρες μας. Ο λαϊκός πολιτισμός έχει αποτυπωθεί μέσα από ένα πλούσιο φάσμα δραστηριοτήτων: παραδοσιακοί χοροί και δημώδης μουσική, κεντητική και υφαντική τέχνη, μεταξουργία, αγγειοπλαστική, αρχιτεκτονική, ξυλογλυπτική, καλαθοπλεκτική, λαϊκή ποίηση, λαϊκά παραμύθια,παροιμίες,ανέκδοτα,ήθη και έθιμα, γιορτές και πανηγύρια, δημοτική γλώσσα, αργυροχρυσοχοΐα , θέατρο σκιών (Καραγκιόζης), τοπική κουζίνα.


Τα βίντεο προέρχονται από το Youtube και οι πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Η λογοτεχνία ως έμπνευση για ζωγραφική 2014-15




                                       Πίνοντας ήλιο κορινθιακό, Οδυσσέας Ελύτης








Δημοτικά νανουρίσματα




Εργασίες μαθητών - Σχολική χρονιά 2014-15 - Τάξη Γ' Γυμνασίου



                                        ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
          Να μου το πάρεις, ύπνε μου - Κοιμήσου αστρί



Συζητήστε για τις διαφορές και τις ομοιότητες αγοριών και κοριτσιών, παίρνοντας παραδείγματα από τη συμπεριφορά, τα ενδιαφέροντα και τις ασχολίες των δύο φύλων στη σημερινή εποχή. Συμβουλευτείτε το βιβλίο της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής.







Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Η Λογοτεχνία ως έμπνευση για ζωγραφική




Δημιουργίες μαθητών της Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου Μελίκης





                                    Ο μικρός πρίγκιπας





Βγαίνοντας από το σχολειό





Πίνοντας ήλιο κορινθιακό





Τι έπαιξα στο Λαύριο






Του Βασίλη





Ο μικρός πρίγκιπας - Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα






Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα





Ποιήματα για το Μάη






Η Ερωφίλη







Ο κακός μαθητής






                                                                Τ'αγνάντεμα









Του γιοφυριού της Άρτας






Κοιμήσου, αστρί






Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα






Η καταστροφή των Ψαρών (Η Δόξα)





Κοιμήσου, αστρί






Η Νεφέλη




Τριαντάφυλλα στο παράθυρο





Στα 200 π.Χ.









Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης ΙΙ





Γ. Σεφέρης










Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .

Με τι καρδιά, με τι πνοή, 
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!

κι αλλάξαμε ζωή.




Λίγο ακόμα θα ιδούμε
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
Τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν

Λίγο ακόμα θα ιδούμε
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν, να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει

Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα





Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι
γκρινιάζει κάποιος φωνογράφος
πες μου τι να της πω Χριστέ μου
τώρα συνήθισα μονάχος

Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι
λόγια για λόγια κι άλλα λόγια
αγάπη πού `ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια στα μετόχια

Αχ, αν ήταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την πέρναμε κατώπι
μα αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψει σε μια κόχη

Τάχα, παρηγοριά θα βρούμε
η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα ζήτα

Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι
βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πως θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.

Ακούστε κι άλλα μελοποιημένα ποιήματα του Γ. Σεφέρη :




Κ. Καρυωτάκης









Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
Σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
Ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
Χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
Άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
Η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Αλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
Όποιος πατάει πάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
Ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
Πόνος μας, να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...




Ψεύτικα αισθήματα ψεύτικοι κόσμοι, 
μα το παράξενο φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκοτεινού δρόμου την άκρη
με το παράπονο και με το δάκρυ.

Κόρη χλωμόθωρη μαυροντυμένη
κι είναι σαν όνειρο και περιμένει.
Λάμπει το βλέμμα της απ’ την ασθένεια
σάμπως να λιώνουνε χέρια κερένια.

Στ’ άσαρκα μάγουλα πώς έχει μείνει
πίκρα το νόημα γέλιου που σβήνει!
Είναι τ’ αξήγητο το μικροστόμα
δίχως το μίλημα, δίχως το χρώμα.

Κάποια μεσάνυχτα θα σ’ αγαπήσω, 
μούσα τα μάτια σου θα τα φιλήσω, 
να `βρω γυρεύοντας μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα και τους θανάτους
και τη βασίλισσα λέξη του κόσμου, 
και το παράξενο φως του έρωτός μου.

Εργασίες μαθητών :

Καρέλη Αναστασία

http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2140609/

Παραπούρα Έλενα

http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2140620/


http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2140622/

Κάποια βίντεο προέρχονται από το Youtube.

Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης




Νίκος Καββαδίας






Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής

Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές

                               
 Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.



Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό




Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, 
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί, 
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι, 
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη. 

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά, 
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει. 

Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.




Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ’ το λαιμό
μας σπρώχναν προς την θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Κόκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε την "φιγούρα" μας στον πειρατή ρεγάλο
Πες μου, που βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ’ ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί στο Κονακρί, 
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Του ναύτη δώσ’ του στην στεριά κρεβάτι και να πιει.
όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες.... 
Μες το μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω 
Και πήδηξ’ ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς, 
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ’ την Σκύρο

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν, 
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά, 
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλαδίνου.



Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, 
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, 
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, 
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, 
κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει, 
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι, 
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.


Οδυσσέας Ελύτης






Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ


Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!


Της αγάπης αίματα


Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν 
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη 
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο




Το μονόγραμμα

Θά πενθώ πάντα μ’ ακούς; γιά σένα, 
μόνος, στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος
Μια στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μια στόν αέρα μια στή μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ το δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τα κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τη Γοργόνα μέ τα ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ το λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’ αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά το μικρό το πόδι σού μές στ’ αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το "τί" καί το "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ το νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δεν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιος, μ’ ακούς

Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά `ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μια γιά πάντα το κόψαμε
Καί δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στά νερά καί ποιος κλαίει ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει 
ακους;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά `ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά `ρθω
Πού δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στά μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί το χέρι

Πιό δω, πιό κεί, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ το σκρίνιο το παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί το κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’ άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης

Σάν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τη στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μην έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τη θύμηση
Καί νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.

VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές απ’ το νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά `χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’ άσπρο καί το κυανό η ψυχή μου !

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τη ρολογιά καί το γκιούλ μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’ άπατα μιαν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...



Όλα τα πήρε το καλοκαίρι


Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα.
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

Το μαγισσάκι

Από τους χρόνους τους παλιούς το `χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι

Τ’ άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάης
που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου εκάεις

Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα

Τι ζουμπούλια και τι κρίνα τι και τούτα τι κι εκείνα
ντο και ρε και φα και μι φούχτα μου και δύναμη

Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι

Που `ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου

Χτύπα χτύπα το ραβδάκι γίνε το νερό στ’ αυλάκι
φα και ρε και μι και ντο μες στο μπλε το ξάγναντο

Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό

Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν’ ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το μαγισσάκι

Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος
και να με λεν χωρίς καρδιά μα να `μαι ερωτευμένος

Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα

Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό


Το τρελοβάπορο

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες "βίρα μάινα"
την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
από τα βάθη φτάνει στους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα

Η Μάγια

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ’ απ’ τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.

Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ’ αγιάζι κι η ερημιά.

Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά, 
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
Ευχαριστώ μα `ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.

Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
Πάρ’ την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά `σαι ο άντρας τ’ ουρανού.

Είπε, και πριν βγάλω μιλιά
μου την καρφώνει στα μαλλιά

Λάμπουνε γύρω τα βουνά, 
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ’ αποχαιρετά.

Τα τζιτζίκια

Η Παναγιά τα πέλαγα
κρατούσε στην ποδιά της.
Την Σίκινο, την Αμοργο
και τ’ άλλα τα παιδιά της.

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.

Ζει και ζει και ζει .....
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Απο την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.

Ζει και ζει και ζει .....
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.

Ζει και ζει και ζει .....
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Η ποδηλάτισσα

Το δρόμο πλάι στη θάλασσα
περπάτησα που `κανε κάθε
μέρα η ποδηλάτισσα.

Βρήκα τα φρούτα που `χε
στο πανέρι της, το δαχτυλίδι
που `πεσε απ’ το χέρι της.

Βρήκα το κουδουνάκι και το
σάλι της, τις ρόδες, 
το τιμόνι, το πεντάλι της.

Βρήκα τη ζώνη της, βρήκα σε
μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη
που `μοιαζε με δάκρυ.

Τα μάζεψα ένα ένα και τα
κράτησα κι έλεγα πού `ναι
πού `ναι η ποδηλάτισσα.

Την είδα να περνά πάνω
απ’ τα κύματα, την άλλη μέρα
πάνω από τα μνήματα.

Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα
τ’ αχνάρια της, στους ουρανούς
άναψαν τα φανάρια της.

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Όμορφη και παράξενη πατρίδα 
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα 

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά 
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά 
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται 
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται 

Όμορφη και παράξενη πατρίδα 
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα 

Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά 
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα 
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς 
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους 

Όμορφη και παράξενη πατρίδα 
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα