Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Λογοτεχνία Β' Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Λογοτεχνία Β' Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025
Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014
Βγαίνοντας από το σχολειό, Ζακ Πρεβέρ
Μια ωραία οπτικοποίηση του ποιήματος του Ζακ Πρεβέρ από μια μαθήτρια της Β΄ Γυμνασίου:
https://www.youtube.com/watch?v=E6RQQk8p34c
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014
Βγαίνοντας από το σχολειό μας, Ζακ Πρεβέρ
Οι μαθητές οπτικοποιούν το ποίημα του Ζακ Πρεβέρ
Εργασίες 2014-2015
http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2335893/
http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2335897/
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014
Βγαίνοντας από το σχολειό, Ζακ Πρεβέρ
Πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο και δείτε μια ωραία οπτικοποίηση του ποιήματος του Ζακ Πρεβέρ:
http://www.youtube.com/watch?v=JNwXg0dpmHk
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014
"Να' σαι καλά, δάσκαλε" του Γ. Ιωάννου
Δείτε το διήγημα του Γ.Ιωάννου σε μορφή comic:
Μπορείτε να ακούσετε και την ανάγνωση του διηγήματος από τον ηθοποιό Γρηγόρη Βαλτινό:
Ας μάθουμε κάποια πράγματα για τον συγγραφέα:
Ο Γιώργος Σορολόπης (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Γιώργου Ιωάννου) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης και για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Εργάστηκε ως φιλόλογος αρχικά σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη συνέχεια σε δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα 58 του χρόνια.
Το 1959 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή 'κιβώτια' και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή 'Τα χίλια δέντρα'. Στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία το 1964, με μια συλλογή 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση και κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών.
Επίσης μετέφρασε και σχολίασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Κύρια λογοτεχνική ενασχόληση όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι τον θάνατό του είναι:
Η Σαρκοφάγος, συλλογή πεζών με 29 κείμενα (1971)
Η μόνη κληρονομιά, συλλογή πεζών με 17 κείμενα (1974)
To δικό μας αίμα, (Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας 1978) (1978)
Επιτάφιος Θρήνος (1980)
Ομόνοια (1980)
Κοιτάσματα (1981)
Πολλαπλά κατάγματα (1981)
Περί εφήβων και μη (1982)
Εύφλεκτη χώρα (1982)
Καταπακτή (1982)
Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984)
Ο της φύσεως έρως (1986)
Επίσης στίχοι του μελοποιημένοι κυκλοφόρησαν σε δίσκο,με τον τίτλο,Κέντρο διερχομένων, σε μουσική, ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη. Τραγουδούν: Δημήτρης Ψαριανός, Δημήτρης Κοντογιάννης και Ελευθερία Αρβανιτάκη, LYRA 1982
Ανήκει στη μεταπολεμική πεζογραφία και συγκεκριμένα
στη σχολή της Θεσσαλονίκης, στους λογοτέχνες εκείνους δηλαδή που έδρασαν στη
Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες του 40 και του 50. Αντλεί τα θέματα του από τα
δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον πόλεμο και την κατοχή και από τα χρόνια της
μεταπολεμικής περιόδου. Χαρακτηριστικά της γραφής του είναι η πρωτοπρόσωπη
αφήγηση, ο εξομολογητικός τόνος, το αυθεντικό και άμεσο ύφος, η ειλικρίνεια και
η κατάργηση της γραμμικής χρονικής αφήγησης, η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός.
Ο τίτλος του διηγήματος "Να'σαι καλά,δάσκαλε"
Είναι η φράση με την οποία ένας μαθητής με χιούμορ εκφράζει
το ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη του στον δάσκαλο που του έμαθε να αγαπά και να
σέβεται τη λαϊκή του παράδοση.
Δύο διαφορετικά μοντέλα διδασκαλίας
Ο καθηγητής δεν ακολουθεί τον συνηθισμένο τρόπο διδασκαλίας αλλά χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει για να φέρει τα παιδιά κοντά στην παράδοση. Αξιοποιεί τη συζήτηση, τις εκδρομές στη φύση, το τραγούδι, το χορό και οπτικοακουστικό υλικό. Έτσι το μάθημα του γίνεται πρωτότυπο, ξεχωριστό και διασκεδαστικό για τα παιδιά.
Μαθητική πονηριά
Ο αφηγητής κατέφυγε σε μια μικρή πονηριά προκειμένου να
κάνει την εργασία του, η οποία όμως γίνεται αντιληπτή από τον καθηγητή που δεν
τον μαλώνει και δεν τον προσβάλλει αλλά τον παρακινεί με ένα διακριτικό σχόλιο
να κάνει καλύτερη εργασία. Ένας άλλος μαθητής όμως αντί για δημοτικά τραγούδια
φέρνει ένα τραγούδι ενός συνθέτη της εποχής του. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο
συγγραφέας δίνει το μήνυμα στο τέλος ότι η ζωή στις πόλεις αλλοιώνει τόσο πολύ
τον άνθρωπο που ξεχνά τις ρίζες του, αποκόπτεται από το παρελθόν του και τις
παραδόσεις του και είναι δύσκολο να επανασυνδεθεί με αυτές.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ενικό ή πληθυντικό πρόσωπο και σε
τρίτο πρόσωπο. Όταν συμμετέχει ο ίδιος στα γεγονότα είναι ομοδιηγητικός, ενώ
όταν αφηγείται την πονηριά του συμμαθητή του γίνεται ετεροδιηγητικός.
Τι είναι ο λαϊκός πολιτισμός που τόσο αγαπά ο δάσκαλος;
Ο όρος "Λαϊκός Πολιτισμός" καλύπτει ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων . Ειδικότερα, μπορεί κάποιος σήμερα να αναφερθεί στην "υλική" και την "άυλη" πολιτιστική κληρονομιά, με βάση τις μαρτυρίες που έχουν διασωθεί έως τις μέρες μας. Ο λαϊκός πολιτισμός έχει αποτυπωθεί μέσα από ένα πλούσιο φάσμα δραστηριοτήτων: παραδοσιακοί χοροί και δημώδης μουσική, κεντητική και υφαντική τέχνη, μεταξουργία, αγγειοπλαστική, αρχιτεκτονική, ξυλογλυπτική, καλαθοπλεκτική, λαϊκή ποίηση, λαϊκά παραμύθια,παροιμίες,ανέκδοτα,ήθη και έθιμα, γιορτές και πανηγύρια, δημοτική γλώσσα, αργυροχρυσοχοΐα , θέατρο σκιών (Καραγκιόζης), τοπική κουζίνα.
Σάββατο 17 Μαΐου 2014
Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014
Νίκος Καββαδίας
Οι γάτες των φορτηγών
Το ποίημα ανήκει στην πρώτη συλλογή του ποιητή Νίκου Καββαδία Μαραμπού (1933), και αναφέρεται στη στενή συναισθηματική σχέση των ναυτικών με τη γάτα του πλοίου.
Οι ναυτικοί στα φορτηγά* πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή,* καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα* στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα* στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,*
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια* φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια* φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατο από τους ναύτες ένας,
-αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά-
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
-αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά-
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά* η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Ν. Καββαδίας, Μαραμπού, Άγρα
Ακούστε μελοποιημένο το ποίημα :
Μπορείτε να παρακολουθήσετε και τα παρακάτω ντοκυμαντέρ για τον ποιητή Νίκο Καββαδία :
Υπάρχουν πολλά ποιήματα του Ν. Καββαδία που έχουν μελοποιηθεί. Ας τα απολαύσουμε :
Θεσσαλονίκη
Ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Kuro Siwo
Fata Morgana
Διαβάστε πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Ν. Καββαδία :
Ένα μαχαίρι
Εργασίες μαθητών γυμνασίου Μελίκης 2013 - 2014
Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014
Στα καμένα, Μ. Γκανάς
Έλα να πάμε στα καμένα,
στον Υμηττό και στην Αυλώνα,
πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου,
δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου.
στον Υμηττό και στην Αυλώνα,
πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου,
δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου.
Έλα και πάρε με μαζί σου
στην κυριακάτικη εκδρομή σου,
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου,
στις εκβολές του παραδείσου.
στην κυριακάτικη εκδρομή σου,
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου,
στις εκβολές του παραδείσου.
Έλα να πάμε στα καμένα,
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ' τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ' τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.
Έλα να βγούμε απ' το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες,
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
Πηγή κειμένου: Ψηφιακό Σχολείο, Φωτόδεντρο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία εδώ, στο χείλος της αβύσσου,
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει,
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο,
να δείχνει φονικά και φλόγες,
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες,
ενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα*
με τα παιδάκια μας στον ώμο,
για να μας δείχνουνε το δρόμο.
ξανά σε δρόμους και πλατείες,
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
Πηγή κειμένου: Ψηφιακό Σχολείο, Φωτόδεντρο, Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία εδώ, στο χείλος της αβύσσου,
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει,
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο,
να δείχνει φονικά και φλόγες,
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες,
ενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα*
με τα παιδάκια μας στον ώμο,
για να μας δείχνουνε το δρόμο.
Μ. Γκανάς, Στίχοι, Μελάνι
Εργασίες μαθητών Γυμνασίου Μελίκης 2013 - 2014
http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2071063/
Το εκπαιδευτικό σύστημα στο σινεμά
Γυμνάσιο Μελίκης
Β' Γυμνασίου 2013 - 2014
Εργασία μαθήτριας του Β2 :
http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2054673-les-choristes/
Τι έπαιξα στο Λαύριο , Δ. Σαββόπουλος
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
στην αγορά στο Λαύριο
είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά
κι όλο φοβάμαι το αύριο.
Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα
είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά
κι όλο φοβάμαι το αύριο.
Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα
Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
μα ούτε και στους μεγάλους
πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
πως είμαι ασχημοπαπαγάλος.
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν γυρνάς μέσα στην πόλη
μα ούτε και στους μεγάλους
πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
πως είμαι ασχημοπαπαγάλος.
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν γυρνάς μέσα στην πόλη
Δ. Σαββόπουλος, H σούμα, 1963-2003, Ιανός
Β' Γυμνασίου Μελίκης , 2013 - 2014
Οπτικοποίηση τραγουδιού :
Εργασίες μαθητών:
Εργασίες μαθητών:
Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013
Η κυρία Νίτσα, Μ. Καραγάτσης
Η κυρία Νίτσα
Ο Μ. Καραγάτσης έγραψε αυτό το διήγημα
το 1928. Στα είκοσί του χρόνια ξεκινούσε με αυτό τη συγγραφική του σταδιοδρομία,
γράφοντας με θέμα την πρώτη πλατωνική του αγάπη, τη νεαρή δασκάλα του κυρία
Νίτσα.
Η πρώτη μου αγάπη, ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως
και πιο πολύ. Αμέσως θα φανταστείτε το αιώνιο ειδύλλιο, του αμούστακου έφηβου
και της ώριμης γυναίκας, ή μάλλον χήρας, για να κυνηγήσω με μεγαλύτερη επιτυχία,
τις υπεκφυγές* της φαντασίας σας.
Λοιπόν, όχι. Η
πρώτη μου αγάπη, την εποχή που την αγάπησα, δεν ήταν παρά είκοσι χρονών. Εγώ
ήμουν οκτώ.
Η διαφορά της
ηλικίας μας αυτή καθ' αυτή δε θα ήταν μεγάλη, αν οι αριθμοί των χρόνων μου δεν
ήσαν τόσο χαμηλά. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνη την εποχή ο χρόνος ήταν κάτι
τι το ανώτερο για μένα. Ήξερα ότι ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ήμουν βέβαιος ότι
αυτό το νούμερο ήταν ένα συμβατικό σημείο προς ταξινόμηση της ηλικίας μου, απέναντι
της ηλικίας του διπλανού μου. Δεν μπορούσα όμως να εννοήσω, ότι μόλις οκτώ
χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που είδα το φως. Χωρίς άλλο έπρεπε να ζούσα
πολύ καιρό, είκοσι, τριάντα χρόνια, ξέρω και γω... [...]
Ήταν ένα
λευκό διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι. Μια δημιουργία της
φαντασίας του Μυσσέ,* και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ,* χωρίς
αφέλεια όμως. Κάτι το πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως τη βρείτε και στον
Φραπιέ,* και στον Μπαζίν.* Η Ρόζα* της «Maternelle» ή η Νταβιντέ Μπιρό.* Ήταν
δασκάλα. Δασκάλα μου, για να εννοούμαστε.
Επήγαινα στην
Τρίτη του δημοτικού, σ' ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Η μεγάλη αυλή του μόνο
στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη. Δυο τρεις ακακίες και μερικά βρομόδεντρα
ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και η
κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παιδικά παπουτσάκια μας.
Η κυρία Νίτσα
-αυτό ήταν τ' όνομα της πρώτης δασκαλικής μου αγάπης- δεν ερχότανε ποτέ στην
ώρα της. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ' αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα. Ο
χειμώνας του κάμπου είναι τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που βγάζουν
το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχύνεται από τις κορφές του Ολύμπου παγερός, και κοκαλιάζει
τους σβόλους στα χωράφια της εριβώλακος* Θεσσαλίας.
Η τάξη μας
ήταν ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα
στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο, και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο
θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοί μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για
την περίπτωση που δε θα 'ρχόταν η «κυρία».
Πρώτα θα
βγαίναν στην αυλή να παίξουν «αμπάριζα». Ύστερα η «κυρία» διευθύντρια θα τους
έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο, και θα ενοχλούσαν τις «μεγάλες». Αυτό ήταν η
ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες
ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη
πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια
μας.
Θα πηγαίναμε
στο σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο
ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή
μαλακή μάζα. Αποκεί θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη·* -είχαμε σχέσεις
με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε
στη μεγάλη «Μαγούλα»* την Ορμάν μαγούλα, όπου θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο
τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της
οργανικής αυτής ουσίας.
Ίσως
παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζομαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη «θα» πολλές
φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και κάθε στιλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η
περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε* του αλήτικου ονείρου μας, άνοιγε η
πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η
κυρία Νίτσα.
Θα μου πείτε,
πώς θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια, τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής. Ψάξτε
καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γεμάτες
δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο
χαρακτηριστικά, ώστε να μην μπορούν ν' ανακατευτούν, με τον άχαρο συρφετό της
μεγάλης μας ζωής. Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και
προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια, αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ ζαγκ της
αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς
να ξέρουμε τι θέλουμε.
Το
χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου
καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα
βρείτε έναν άλλο άνθρωπο, αλλιώτικο από σας, ξένο, ένα φίλο, ίσως και εχθρό. Σεις
δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φρανς* δεν είναι ο «Μικρός Πέτρος». Είναι ο λεπτός
νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ' όνομά του. Θυμηθείτε τα
παλιά σας. Είναι σαν μια πνοή καθαρού αέρα.
Το μάθημα της
κυρίας Νίτσας ήταν ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραυστου αυτού αναιμικού
κοριτσιού, είχε απάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μιαν πελώρια ευνοϊκή
δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της,
μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το
στόμα της.
Όταν
συλλογιέμαι τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το
μυστήριο της παιδικής ψυχής μου, βγάζω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά
επιβολή, χαρακτήριζε αυτήν τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που το
κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα, πάνω από
μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού, και femme fatale.* Μέσα
στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είχε μια πελώρια χάρη, και μια
άδολη,* άθελη γοητεία.
Βέβαια, εκείνο
τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες σώζονται μέσα
μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της νοσταλγίας. Και είτε
τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω, είναι το ίδιο.
Τα άμαθα
χέρια μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως
δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή, τραβούσαν
γραμμές στο ανοιχτό μπλε τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος τριβής ακουγόταν
στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ
κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.
Η αγωνία
φώλιαζε μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ' όλη τη χτηνωδώς παιδική επιμονή
μου, αραδιαζόντανε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου έφτανε στο
κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς την έδρα. Τι
συλλογιζότανε; Πού ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια κάτω από τα
μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη; Γιατί δε μας
κοιτάει; Μας ξέχασε;
Το λευκό κεφάλι σηκώνεται. Με
είδε, με κοιτάει. Τα μαλλιά της είναι πιο μουντά παρά ποτέ.
- Τι είναι, Γιαννάκη;
Τι είναι. Μα
είναι τόσο πολλά πράματα μυστηριώδη, για τη μικρή ψυχή μας που έπρεπε να τα
είχες καταλάβει, αέρινη μικρή δασκάλα. Μέσα στο κάθε παιδί κρύβεται ένας άντρας,
ένας άντρας όπως όλοι οι άλλοι, όπως ο όμορφος λοχαγός παραδείγματος χάριν, που
περνάει με τ' άλογό του τέσσερις φορές την ημέρα, κάτω από το παράθυρο της
τάξης. Αυτό τον κρυμμένο παιδικό άντρα, έπρεπε να τον είχες ανακαλύψει, έπρεπε
να τον είχες δαμάσει με τη γυναικεία τέχνη σου. Μα δεν είχες καιρό. Τον δικό
σου τον άντρα, τον ώριμο άντρα, τον ανακάλυψες, και αν δε δάμασες αυτόν, δάμασες
χωρίς άλλο το άλογό του, γιατί δεν εξηγιέται αλλιώς, πως στεκόταν πάντα κάτω
από το ανοιχτό παράθυρο, σκάβοντας με το πόδι τη γη και χλιμιντρώντας. Εξέχασες
τελείως τα παιδιά σου, κακή κυρία Νίτσα.
Η φωνή μου
όταν της απαντούσα ήταν κλαψιάρικη.
- Δεν μπορώ να κάνω ψι...
Το ψι. Ο τύραννος του νεοφώτιστου μαθητή. Ο
τρόμος της καλλιγραφίας. Το χεράκι μπερδεύεται και τρέμει όταν αρχίζει να
χαράζει το μεγάλο κόμπο, το γόρδιο αυτό δεσμό του ελληνικού αλφαβήτου. [...]
Το τέλος του
ειδυλλίου ήταν οιχτρό. Η κυρία Νίτσα με προβίβασε. Και την άλλη χρονιά στη
μεγαλύτερη τάξη παρακολουθούσα το άχαρο μάθημα μιας άσκημης γεροντοκόρης, που
το μαραμένο της μούτρο ήταν γιομάτο κακόχρωμα σπυριά, εκδήλωση μιας
αργοπορημένης και ανικανοποίητης νιότης. Το όνειρο έσβησε από τα μάτια μου και
σιγά σιγά και από την καρδιά μου.
Η κυρία Νίτσα
παντρεύτηκε το λοχαγό. Ήμουν παρών στους γάμους της. Καμιά ζήλια δεν τάραξε την
ψυχή μου. Τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν δεν αποτελούν πια ανυπέρβλητο
διανοητικό και κοινωνικό εμπόδιο. Ο κοσμοπολιτισμός μάς έχει φέρει σε ίση μοίρα.
Είναι ακόμα ωραία, μολονότι έχει χάσει το θέλγητρο της μισοσκότεινης τάξης. Είναι
μια γυναίκα, και όχι οπτασία. Ο άντρας της είναι πια συνταγματάρχης που έχει
λάβει μέρος σε τρία κινήματα. Ζει ευτυχισμένη, και έχει μια κόρη που της
μοιάζει πολύ. Δε μας χωρίζουν παρά δέκα χρόνια, μα αυτή τη φορά εγώ είμαι ο
μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακριά. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο
να σας πω για την πρώτη μου αγάπη...
Περιττό
να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια.
Μ. Καραγάτσης, Ανέκδοτα νεανικά κείμενα,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ιστοχώρος αφιερωμένος στον Καραγάτση :
Ιστοχώρος αφιερωμένος στον Καραγάτση :
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ | |
♦ | O Μ. Καραγάτσης δημιουργεί την εικόνα της κυρίας Νίτσας, συσχετίζοντάς τη με λογοτεχνικά και ζωγραφικά πορτρέτα γυναικών. Ζητήστε από τον καθηγητή των Καλλιτεχνικών να μελετήσετε την τεχνική της προσωπογραφίας, με βάση αντιπροσωπευτικά έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων. Στη συνέχεια ζωγραφίστε και εσείς ένα αγαπημένο σας πρόσωπο. Θα σας φανούν χρήσιμες οι παρακάτω ιστοσελίδες : http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1692,5421/ http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1692,5421/ http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1692,5421/ Εργασίες μαθητών Γυμνασίου Μελίκης , 2013- 2014 Γυμνάσιο Μελίκης
Μάθημα : Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Διδακτική ενότητα : Η αγάπη για τους συνανθρώπους μας - Οι φιλικοί δεσμοί - Η αγάπη
Διδάσκουσα : Γαϊτανίδου Μάγδα
http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2000656/ http://www.authorstream.com/Presentation/magdagaitanidou-2002088/ |
Τρίτη 4 Ιουνίου 2013
Ινδιάνος Σιάτλ : Τραγούδια για το περιβάλλον και την οικολογική καταστροφή ( Διαθεματική εργασία)
Και πολλά άλλα :
A.T.W.A. - System of a Down
Another Way to Die - Disturbed
Another World - Antony and the Johnsons
Anything but the Truth - Jack Johnson
Arguing With Thermometers -
Enter Shikari
As Long as the Grass Shall Grow - Johnny Cash
Ashes & Pearls - Debi
Nova
Big Boys Bickering - Paul
McCartney
Black Hearts Now Reign -
Unearth
Brother Thrush - Barclay James Harvest
Calm Before The Storm - Saxon
Conviction Of The Heart - Kenny Loggins
Cuyahoga - R.E.M.
Dark Now My Sky - Barclay James Harvest
Desperation Breeds… - Andrew
Bird
Do The Joy - Air
Down In The Woods - Richard Hawley
Earth Song - Michael Jackson
Electric Los Angeles Sunset - Al
Stewart
Even Though - Morcheeba
Evolution - Korn
Explorers - Muse
Eyes Wide Open - Gotye
Fall On Me - R.E.M.
Floods - Fightstar
Gasoline - Sheryl Crow
Global Warming - Gojira
Greener - Arrested Development
Greenpeace - James
Hands All Over - Soundgarden
I Need To Wake Up - Melissa Etheridge
If The World - Guns N' Roses
Jars - Chevelle
Just Singing A Song - Neil Young
Make a Wave - Disney's Friends For Change
Mama Nature Said - Thin Lizzy
Mercy Mercy Me (The Ecology) - Marvin Gaye
Messages - Xavier Rudd
Mother Nature Goes to Heaven - a-ha
Move Faster - The Fingertips
Náttúra - Björk
Natural Science - Rush
Pastoral Symphony - Ludwig Van Beethoven
Peaceful Valley Boulevard - Neil Young
Pull The Damn Thing Down - John Miles
Radioactivity - Kraftwerk
Ready To Fall - Rise Against
Red Tide - Rush
Resistance - Queensrÿche
Sex Kills - Joni Mitchell
Shapes Of Things - The Yardbirds
Shine Over Babylon - Sheryl Crow
Slush - Jarvis Cocker
Stop! - Jane's Addiction
Stop! Before It's Too Late and We've Destroyed It All - Atreyu
Super Womble - The Wombles
Survival - Yes
Sweepstakes - Gorillaz
Synchronicity II - The Police
That's The Way - Led Zeppelin
The 2nd Law: Unsustainable - Muse
The Devil's Beat - Sandi Thom
The Last Resort - Eagles
This Is Your Land - Simple Minds
This Poison Fountain - White Lightning
Time Is Ticking Out - The Cranberries
Time Will Crawl - David Bowie
Uaschitschun - Running Wild
Walk Like a Giant - Neil Young & Crazy Horse
Welcome To The World Of The Plastic Beach - Gorillaz
Where Do the Children Play? - Cat Stevens
Wind on the Water - Crosby, Stills & Nash
Wolf - First Aid Kit
Κυριακή 2 Ιουνίου 2013
Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας, Μ. Ιορδανίδου
Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας
Η αστική καθημερινότητα της σύγχρονης εποχής μέσα στην οποία κυριαρχούν το τσιμέντο και οι πολυκατοικίες είναι το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η Μαρία Ιορδανίδου στο τελευταίο της πεζογράφημα Η αυλή μας (1981). Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την αρχή του βιβλίου και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Η ηλικιωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα συγγραφέας ζει πια σε πολυκατοικία, όπου βιώνει όλα τα προβλήματα της κοινής ζωής, τις ενοχλήσεις από τα άλλα διαμερίσματα και την ψυχική αποξένωση των ενοίκων.
Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.
Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία. Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.
Στις περισσότερες απ' αυτές τις πολυκατοικίες, που χτίζονται η μια ύστερα απ' την άλλη, σπάνια θα δεις παράθυρο. Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σ' ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού. Έτσι λοιπόν, μπαλκονόπορτα και κάμαρα, και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος. Πώς επιπλώνεται, πώς κατοικείται αυτός ο χώρος, δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ. Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας. Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις, σου έβαλε τις απλίκες* εκεί που θα μπει το «καθιστικό», δηλαδή ο καναπές, το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.
Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την «κόχη» της. Εκεί που θα κουρνιάσει* να πιει το καφεδάκι της, να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της, και να αφουγκραστεί* την ανάσα του σπιτιού της. Ίσως γι' αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της. Ξένο πράμα. Όλα τυποποιημένα, όλα προμελετημένα.* Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου. Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα, έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.
Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.* Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος. Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.
Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί. Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της. Όλα αυτά ακούονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.
Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού. Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει, εκείνο, αγουροξυπνημένο, αμύνεται, και φαίνεται πως το δέρνει.
- Κυρία μου, φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου, αφήστε το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σε ηλικία που πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του.
- Τι λες, κυρά μου; φωνάζει έξαλλη από μέσα η μητέρα. Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου. Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει, δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
Πραγματικά, από το δρόμο ακούγεται το μπικ-μπικ του αυτοκινήτου. Δε μίλησα. Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
Λίγες ώρες ησυχία, και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού. Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε, όμως η μητέρα άργησε, και ο σωφέρ δεν μπορεί ν' αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο. Το παίρνει μαζί του και ξεκινά. Το παιδί από μέσα ωρύεται.*
Για κανένα μήνα ησύχασα όταν το αντρόγυνο πήρε την άδειά του την καλοκαιρινή. Ξεκίνησαν οι δυο με τ' αυτοκίνητό τους για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι. Μια μέρα, από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας, κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε. Γύρισαν πίσω. Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου.
- Φά' το! φά' το είπα! Δεν το τρως;
Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
- Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
Και πάλι η φωνή.
Δε βάσταξα. Πετιέμαι έξω, μ' αρπάζει η Νέλλη,* με τραβοκοπά.
- Πού πας;
- Πάω να πιάσω την πόρτα τους με τις κλοτσιές. Άσε με.
- Τρελάθηκες;
Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν' αποταθώ.* Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
- Το παιδάκι από τον καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα. Έγινε πετσί και κόκαλο. Το κακόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
Οι Γάλλοι λένε: Les enfants, quand ils sont petits, ils nous aiment. Quand ils grandissent, ils nous jugent, et parfois ils nous pardonnent, Τα παιδιά, όταν είναι μικρά μας αγαπάνε, όταν μεγαλώνουν μας κρίνουνε, και καμιά φορά μάς συγχωρούνε.
Αυτή η μικρούλα, φαίνεται, μεγάλωσε πριν από την ώρα της, έκρινε τη μητέρα της και δεν τη συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη. Την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί. Έχουν την αξιοπρέπειά τους και τα παιδιά.
Η ζωή μου μέσα σ' αυτή την πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη. Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε. Το διαμέρισμα ξανανοικιάστηκε πολύ γρήγορα. Το έπιασε ένας εργένης και ησυχάσαμε.
Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία. Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.
Στις περισσότερες απ' αυτές τις πολυκατοικίες, που χτίζονται η μια ύστερα απ' την άλλη, σπάνια θα δεις παράθυρο. Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σ' ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού. Έτσι λοιπόν, μπαλκονόπορτα και κάμαρα, και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος. Πώς επιπλώνεται, πώς κατοικείται αυτός ο χώρος, δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ. Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας. Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις, σου έβαλε τις απλίκες* εκεί που θα μπει το «καθιστικό», δηλαδή ο καναπές, το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.
Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την «κόχη» της. Εκεί που θα κουρνιάσει* να πιει το καφεδάκι της, να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της, και να αφουγκραστεί* την ανάσα του σπιτιού της. Ίσως γι' αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της. Ξένο πράμα. Όλα τυποποιημένα, όλα προμελετημένα.* Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου. Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα, έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.
Αλέκος Κοντόπουλος, Αθήνα |
Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί. Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της. Όλα αυτά ακούονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.
Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.
Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού. Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει, εκείνο, αγουροξυπνημένο, αμύνεται, και φαίνεται πως το δέρνει.
- Κυρία μου, φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου, αφήστε το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σε ηλικία που πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του.
- Τι λες, κυρά μου; φωνάζει έξαλλη από μέσα η μητέρα. Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου. Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει, δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;
Πραγματικά, από το δρόμο ακούγεται το μπικ-μπικ του αυτοκινήτου. Δε μίλησα. Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.
Λίγες ώρες ησυχία, και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού. Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε, όμως η μητέρα άργησε, και ο σωφέρ δεν μπορεί ν' αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο. Το παίρνει μαζί του και ξεκινά. Το παιδί από μέσα ωρύεται.*
Για κανένα μήνα ησύχασα όταν το αντρόγυνο πήρε την άδειά του την καλοκαιρινή. Ξεκίνησαν οι δυο με τ' αυτοκίνητό τους για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι. Μια μέρα, από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας, κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε. Γύρισαν πίσω. Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου.
- Φά' το! φά' το είπα! Δεν το τρως;
Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.
- Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!
Και πάλι η φωνή.
Δε βάσταξα. Πετιέμαι έξω, μ' αρπάζει η Νέλλη,* με τραβοκοπά.
- Πού πας;
- Πάω να πιάσω την πόρτα τους με τις κλοτσιές. Άσε με.
- Τρελάθηκες;
Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν' αποταθώ.* Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.
- Το παιδάκι από τον καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα. Έγινε πετσί και κόκαλο. Το κακόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.
Οι Γάλλοι λένε: Les enfants, quand ils sont petits, ils nous aiment. Quand ils grandissent, ils nous jugent, et parfois ils nous pardonnent, Τα παιδιά, όταν είναι μικρά μας αγαπάνε, όταν μεγαλώνουν μας κρίνουνε, και καμιά φορά μάς συγχωρούνε.
Αυτή η μικρούλα, φαίνεται, μεγάλωσε πριν από την ώρα της, έκρινε τη μητέρα της και δεν τη συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη. Την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί. Έχουν την αξιοπρέπειά τους και τα παιδιά.
Η ζωή μου μέσα σ' αυτή την πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη. Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε. Το διαμέρισμα ξανανοικιάστηκε πολύ γρήγορα. Το έπιασε ένας εργένης και ησυχάσαμε.
Μ. Ιορδανίδου, Η αυλή μας,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
* απλίκες: φωτιστικά που στερεώνονται στον τοίχο * θα κουρνιάσει: θα κάτσει ήσυχα, θα ηρεμήσει * να αφουγκραστεί: να ακούσει * προμελετημένα: σχεδιασμένα και προαποφασισμένα * αγγλοπρεπείς: απέκτησαν ξενικές συνήθειες, έγιναν τυπικοί * ωρύεται: κλαίει και κραυγάζει * Νέλλη: η κόρη της αφηγήτριας * ν' αποταθώ: να απευθυνθώ
Εργασίες μαθητών :
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάνδρα
Μαρία Ιορδανίδου, Τα φαντάσματα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)