Tου γιοφυριού της Άρτας
Η παραλογή αυτή είναι ένα από τα γνωστότερα και ωραιότερα δημιουργήματα της λαϊκής μούσας και στηρίζεται σε μια μακραίωνη παράδοση, σχετική με τη θεμελίωση μεγάλων έργων. Από τους αρχαίους ακόμα χρόνους υπήρχε η δοξασία ότι, για να στερεωθεί και να προφυλαχθεί από κάθε κίνδυνο ένα κτίσμα, έπρεπε να θυσιαστεί στα θεμέλιά του κάποιο ζωντανό πλάσμα. Το γεφύρι της Άρτας, ένα έργο τόσο δύσκολο και θαυμαστό για την εποχή του, ενέπνευσε το ομώνυμο δημοτικό τραγούδι και πλούτισε την παράδοση με το δικό του θρύλο. Παραλλαγές του τραγουδιού, που αναφέρονται και σε άλλα γεφύρια ή οικοδομήματα, υπάρχουν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η κερκυραϊκή παραλλαγή Του γιοφυριού της Άρτας, από την έκδοση του Νικόλαου Γ. Πολίτη Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).
5 10 15 20 25
30
35
40 45 | Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας, ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!» Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα: «Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει· και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, πόρχεται αργά τ' αποταχύ* και πάρωρα* το γιόμα». Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι: Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: «Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι». Να τηνε κι εξανάφανεν* από την άσπρη στράτα. Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του. Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει: «Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος*; – Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα, και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει; – Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω, εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω». Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε· «Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα». Ένας πιχάει* με το μυστρί*, κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. «Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό* μας! Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες, η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη*, κι εγώ η πλιο στερνότερη* της Άρτας το γιοφύρι. Ως τρέμει το καρυόφυλλο*, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες. – Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει* και περάσει». Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει. «Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».
Ν. Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια
του ελληνικού λαού
Μια ενδεικτική παρουσίαση-ανάλυση για το "Γεφύρι της Άρτας" από την Κατερίνα Προκοπίου :
Ερμηνευτικά σχόλια :
Το
δημοτικό αυτό τραγούδι ανήκει στην κατηγορία των «παραλογών». Οι παραλογές
είναι πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια με ποικιλία ως προς το περιεχόμενο·
βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ο δραματικός τόνος αλλά και το παραμυθικό στοιχείο. Η συγκεκριμένη παραλογή εμπνέεται
και συνάμα στηρίζεται στη διαδεδομένη αντίληψη / δοξασία ότι για να στεριώσει
ένα κτίσμα απαιτείται η θυσία ενός ζωντανού πλάσματος στα θεμέλιά του. Κατ’
επέκταση, απαιτείται μια μεγάλη θυσία για την πραγμάτωση και περάτωση κάθε σημαντικού
και θεμελιώδους έργου.
Nοηματικές ενότητες – Πλαγιότιτλοι
1η
ενότητα (στίχοι 1-13): η προσπάθεια των μαστόρων να στεριώσουν το γεφύρι και η
ανακοίνωση από το πουλί της επιτακτικής ανάγκης της θυσίας της γυναίκας του
πρωτομάστορα.
2η
ενότητα (στίχοι 14-29): Το μήνυμα του πουλιού που απευθύνεται προς τη γυναίκα,
η άφιξη της λυγερής και η κατάβασή της στα θεμέλια προκειμένου να ψάξει το
δαχτυλίδι του άντρα της – πρωτομάστορα.
3η
ενότητα (στίχοι 30-34):Το κτίσιμο της λυγερής στα θεμέλια του γεφυριού.
4η
ενότητα (στίχοι 35-40): Παράπονα της λυγερής και κατάρα.
5η
ενότητα (στίχοι 41-46): Μετατροπή της κατάρας σε ευχή, όταν υπενθυμίζεται η
αδελφική αγάπη.
Περιεχόμενο
Πολλοί
μάστορες προσπαθούν μάταια να χτίσουν το γεφύρι της Άρτας· κάθε πρωί το κτίζουν
αλλά αυτό το βράδυ γκρεμίζεται· μπροστά στην απογοήτευσή τους ένα πουλί –
αγγελιοφόρος που εμφανίζεται ως από μηχανής θεός δίνει τη λύση: για να
θεμελιωθεί το γεφύρι πρέπει να θυσιαστεί η γυναίκα του πρωτομάστορα. Ο ίδιος
νιώθει απέραντη λύπη και βρίσκεται σε αδιέξοδο, μπροστά όμως στο καθήκον
αποφασίζει να υπακούσει στην εντολή και με διαμεσολαβητή το πουλί καλεί τη
γυναίκα του να έρθει στο γεφύρι. Εκείνη πρόσχαρη ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του
συζύγου της ο οποίος με πρόφαση ότι έχει χάσει το δακτυλίδι του, την αναγκάζει
να κατεβεί στα θεμέλια, προκειμένου να το ψάξει και να ικανοποιήσει το σύζυγό
της. Από το σημείο αυτό ξεκινά το «κτίσιμο» της γυναίκας, η οποία μόλις
συνειδητοποιεί την απάτη, παραπονείται για τη μοίρα τόσο της ίδιας όσο και των
αδελφών της και οργισμένη εκστομίζει κατάρα! Όταν όμως ανακαλεί στη θύμησή της
τον αδελφό της και το πιθανό πέρασμά του από το γεφύρι, αμέσως μετατρέπει την
κατάρα, ώστε να ακούγεται σαν ευχή.
Νοηματική απόδοση -
Xαρακτηρισμός προσώπων
1η
ενότητα (στίχοι 1-13):
Με
τους δύο πρώτους στίχους προσδιορίζεται με σαφήνεια ο τόπος του ποιήματος.
Τόπος είναι η Άρτα ενώ ο χρόνος παραμένει απροσδιόριστος και ακαθόριστος. Ο
μεγάλος αριθ-μός των μαστόρων (σαράντα πέντε) και των μαθητάδων (εξήντα)
χρησιμοποιείται για να δώσει έναν υπερβολικό τόνο στο ποίημα αλλά και για να
φανερώσει τη μεγάλη σημασία του έργου που απαιτεί τόσο πολλούς ανθρώπους για
την ολοκλήρωσή του. Ο τρίτος στίχος αποκαλύπτει τη δυσκολία της πραγμάτωσης του
έργου μέσα από αντιθετικές έννοιες: ολημερίς / το βράδυ, το
χτίζανε-εγκρεμιζόταν. Στους στίχους 4-6 φανε-ρώνεται η μεγάλη απογοήτευση και η
απόγνωση των μαστόρων και των μαθητάδων μπροστά στο μαγικό αυτό φαινόμενο. Ο
στίχος 6 επαναλαμβάνει με τις ίδιες λέξεις το περιεχόμενο του στίχου 3 και μ’
αυτόν τον τρόπο επιτείνει τη μαγική και υπερφυσική διάσταση του φαινομένου. Ο
στίχος 7 δρομολογεί τη λύση μπροστά στο αδιέξοδο με την εμφάνιση του πουλιού.
Το πουλί στα δημοτικά τραγούδια εμφανίζεται ως αγγελιοφόρος σημαντικών
μηνυμάτων και μάλιστα παρουσιάζεται προ-σωποποιημένο (ανθρώπινη λαλίτσα). Με
τους στίχους 9-13 παρουσιάζεται άμεσα και με σαφήνεια το περιεχόμενο του
μηνύματος του πουλιού: Για να στεριώσει το γεφύρι, είναι ανάγκη να θυσιασθεί
άνθρωπος όχι όμως οποιοσδήποτε άνθρωπος (ορφανό, ξένος, διαβάτης) παρά ένα πολύ
σημαντικό πρόσωπο που δεν είναι άλλο από την όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα
που εμφανίζεται το πρωί και το μεσημέρι και παραστέκεται στο σύζυγό της.
2η
ενότητα (στίχοι 14-29):Το περιεχόμενο του μηνύματος του πουλιού έχει θλιβερό αντίκτυπο
στην ψυχή του πρωτομάστορα και μέσα από την υπερβολή «και του θανάτου πέφτει»
υποδηλώνεται η μεγάλη του λύπη αλλά και η τραγική πάλη που συντελείται μέσα του
μπροστά στο άκουσμα του μηνύματος. Η τραγική αυτή πάλι η οποία συνεχίζεται και
στους επόμενους στίχους (στίχοι 15-17) δικαιολογεί και καθιερώνει το δραματικό
χαρακτήρα της παραλογής. Παρά τη μεγάλη του αγάπη προς τη γυναίκα του, η
συνείδησή του του υπαγορεύει την υπακοή προς το καθήκον που απαιτεί το
επάγγελμά του· γι’ αυτό και δίνει εντολή στο πουλί-αγγελιοφόρο να της μηνύσει
να ετοιμαστεί και να κατευθυνθεί προς το γεφύρι της ΄Αρτας· όλα αυτά όμως να
γίνουν, σύμφωνα με τον πρωτομάστορα, όχι γρήγορα παρά αργά· η επαναφορά της
λέξης αργά στους στίχους 16-17 έχει σαν σκοπό να τονίσει για άλλη μια φορά την τραγικότητα
της θέσης του πρωτομάστορα ο οποίος, παρά τη συναίσθηση του καθήκοντος και την
ανάγκη της απαιτούμενης θυσίας, χρησιμο-ποιώντας τη λέξη «αργά» μοιάζει να
προσπαθεί απεγνωσμένα να καθυστερήσει αυτό που πρόκειται να γίνει .Η μοίρα ωστόσο
είναι αναπόδραστη και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το πουλί τοποθετείται να
παρακούει την εντολή του πρωτομά-στορα και να διαστρέφει το μήνυμα: «γοργά
ντύσου ... γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι». Η αντίθεση
ανάμεσα στα επιρρήματα αργά-γοργά επιτείνει την άποψη ότι η μοίρα είναι
αναπόφευκτη αλλά και την επίσπευση της θυσίας προκειμένου να θεμελιωθεί το
γεφύρι. Η εμφάνιση της λυγερής στο στίχο 21 ραγίζει την καρδιά του πρωτομάστορα
καθώς του υπενθυμίζει το χρέος του να εκτελέσει την εντολή που του έχει δοθεί
παρά την αγάπη και αφοσίωση προς τη γυναίκα του. Αντίθεση παρουσιάζεται ανάμεσα
στα συναισθήματα του πρωτομάστορα και τα συναισθήματα της γυναίκας του: εκείνος
νιώθει μεγάλη δυσαρέσκεια και λύπη, αυτή γεμάτη χαρά έρχεται να τον ανταμώσει.
Η λύπη του πρωτομάστορα οφείλεται στη γνώση του ενώ η χαρά της γυναίκας στην
άγνοια· ανέμελη και δίχως να ξέρει τί της επιφυλάσσει η μοίρα και η τύχη της
χαιρετά τους συντρόφους του πρωτομάστορα και κατευθύνεται προς αυτόν. Στο
σημείο αυτό, η μεγάλη χαρά και η ανεμελιά της λυγερής δημιουργεί έντονη τραγική
ειρωνεία και καθιστά το πρόσωπό της τραγικό. Με τη χρήση του διαλόγου και του
α΄ προσώπου το ποίημα αποκτά ζωηρότητα και ζωντάνια αλλά και συναισθηματική
ένταση και βάθος. Η ίδια αναρωτιέται για την αιτία της λύπης του συζύγου της. Ο
στίχος 26 αποδίδει την αιτία της λύπης του στο δακτυλίδι που έχασε και από το
σημείο αυτό αρχίζει η εξαπάτηση της γυναίκας προκειμένου να πεισθεί να κατεβεί
στα θεμέλια. Η μεγάλη της αγάπη για τον πρωτομάστορα και η επιθυμία της να τον
ικανοποιήσει και να τον χαροποιήσει αποτελεί το ισχυρό κίνητρο για την απόφασή
της η ίδια να κατεβεί στα θεμέλια. Οι στίχοι 28-29 προβάλλουν την
αποφασιστικότητά της, την έλ-λειψη ενδοιασμών και φόβου και για ακόμα μια φορά
υποβάλλουν την αίσθηση της συζυγικής αφοσίωσης.
3η
ενότητα (στίχοι 30-34): Η λυγερή γεμάτη αποφασιστικότητα κατεβαίνει στα
θεμέλια, όταν όμως ανακαλύπτει πως τίποτα δεν υπάρχει εκεί, ζητάει εσπευσμένα
να τη βοηθήσουν ν’ ανέβει. Κάτι τέτοιο όμως δε γίνεται και με τους στίχους
33-34 παρακολουθούμε το «χτίσιμο» της τραγικής και ανήμπορης κοπέλας στα
θεμέλια του γεφυριού. Ο πρωτομάστορας μάλιστα παίρνει «το μέγα λίθο» θέλοντας
μ’ αυτόν τον τρόπο να αναδείξει την απόφαση και το καθήκον του που νικά
οποιοδήποτε δισταγμό γι’ αυτή του την ενέργεια.
4η
ενότητα (στίχοι 35-40): Η λυγερή στο συγκεκριμένο σημείο αρχίζει κι
συνειδητοποιεί το σχέδιο εξαπάτησής της αλλά και την παγίδα στην οποία μοιραία
έπεσε και κατανοώντας το τι συμβαίνει θρηνεί για τη μοίρα της. Στο σημείο αυτό
ανακαλεί στη μνήμη της και την ανάλογη μοίρα των δύο αδελφών της που είχαν την
ίδια κατάληξη με εκείνη, θέλοντας έτσι να τονίσει την οικογενειακή συμφορά που
σαν κύκλος ολοκληρώνεται με το δικό της τέλος και τη δική της θυσία. Το
στοίχειωμά της στο γεφύρι είναι πια γεγονός και μη μπορώντας να κάνει
διαφορετικά, ξεστομίζει βαριά κατάρα της οποίας η δύναμη στη συνείδηση των
ανθρώπων είναι ακατανίκητη. Η κατάρα που προφέρει (στίχοι 34-40) εκφράζεται
εύστοχα μέσα από μια παρομοίωση: καταριέται λοιπόν, όπως τρέμει-κουνιέται η
καρυδιά, έτσι να τρέμει το γεφύρι και όπως πέφτουν τα φύλλα των δέντρων κατά
τον ίδιον τρόπο να πέφτουν και οι διαβάτες από αυτό.
5η
ενότητα (στίχοι 41-46): Μόλις όμως συνειδητοποιεί τη δύναμη της κατάρας της και
πως μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και στην περίπτωση του ξενιτεμένου της
αδελφού, αποφασίζει ν’ αλλάξει το περιεχόμενο της κατάρας, κατά τέτοιο τρόπο
ώστε να μοιάζει με ευχή. Η λυγερή μπροστά στη δυσχερή κατάσταση στην οποία
βρίσκεται, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καταραστεί το θεμελίωμα του
γεφυριού έτσι ώστε να αντισταθμίσει κάπως τη δική της θυσία. Πιστεύει πως με
την κατάρα της παίρνει εκδίκηση για τον άδικο θάνατό της, αν λάβουμε μάλιστα
υπόψην μας πως η κατάρα στη λαϊκή συνείδηση και ψυχή έχει πολύ μεγάλη ισχύ.
Μόνον όμως η αδελφική αγάπη την παροτρύνει ν’ αλλάξει το περιεχόμενο της
κατάρας, έτσι ώστε αυτό που ευχήθηκε να μην πραγματοποιηθεί, σε περίπτωση που
περάσει από το γεφύρι ο ξενιτεμένος της αδελφός. Έτσι, χρησιμοποιώντας τώρα το
σχήμα της υπόθεσης και όχι της παρομοίωσης, επαναδιατυπώνει την αρχική κατάρα:
αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά (προσωποποίηση και υπερβολή) να τρέμει το γεφύρι κι
αν πέσουν τ’ άγρια πουλιά (προσωποποίηση και υπερβολή), να πέφτουν οι διαβάτες.
Είναι χαρακτηριστικό στο σημείο αυτό τόσο το στοιχείο της υπερβολής όσο και το
στοιχείο του αδυνάτου που πηγάζει από αυτήν την υπερβολή. Στην πραγματικότητα
τα άγρια βουνά δεν τρέμουν και τα άγρια πουλιά δεν πέφτουν. Έτσι με τα στοιχεία
αυτά και με το σχήμα της υπόθεσης είναι σαν να ακυρώνει την κατάρα και να
διατυπώνει μια ευχή. Η ατμόσφαιρα υποβάλλει έντονα το υπερβολικό αδελφικό
ενδιαφέρον και το υπερλογικό στοιχείο που αυτόματα μετατρέπει την κατάρα σε ιδιότυπη
ευχή.
Γλώσσα
Η
γλώσσα της παραλογής είναι η χαρακτηριστική μορφή που αποδίδονται / διακατέχει
τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια: ο λόγος δια-κρίνεται για την πυκνότητά του
και τα νοήματα αποκτούν υπόσταση μέσα από τη λειτουργία του ρήματος και των
ουσιαστικών. Τα επίθετα είναι ελάχιστα και διάσπαρτα σ’ όλο το ποίημα (σαράντα
πέντε κι εξήντα – στίχος 1 / ανθρώπινη – στίχος 9 / όμορφη – στίχος 12 / άσπρη
– στίχος 21 / πρώτη – στίχος 26 / μέγα – στίχος 34 / τρεις – στίχος 36 /
στερνότερη – στίχος 38 / άλλη – στίχος 41 / μονάκριβο – στίχος 42 / άγρια –
στίχοι 44+45).
Ύφος / Mορφή
Το
ύφος της παραλογής είναι λιτό σε γενικές γραμμές ενώ με την παρεμβολή των
διαλογικών μερών γίνεται πιο άμεσο, ζωηρό, ζωντανό με γοργό ρυθμό.
Στιχουργική ανάλυση
Ο
στίχος είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος παροξύτονος.
Σχήματα Λόγου
1.Υπερβολή: ……………….....................................................
2. Μεταφορά: …………………………………………………
3. Μετωνυμία: ………………………………………………….
4. Αντίθεση : ……………………………………...
5. Παρομοίωση : ………………………………….
6. Σχήμα άρσης+ θέσης : …………………………
7. Επαναφορά : ……………………………………
Μοτίβα, χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών:
α.Το
στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου: στίχοι 1, 14, 32, 44-45.
β.Ο
νόμος των τριών: στίχοι 11-12, στίχος 16, στίχος 19, στίχος 29,στίχοι 33-34,
στίχοι 37-38.
γ.Ο
αριθμός τρία και τα πολλαπλάσια του: σαράντα πέντε, εξήντα ,τρεις αδερφάδες
είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες.
δ.Επαναλαμβανόμενοι
στίχοι: ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν / δεν εκελάηδε – παρά
εκελάηδε / αργά ντυθεί ... γιοφύρι-γοργά ...γιοφύρι / το δαχτυλίδι να ‘βρει; -
το δαχτυλίδι να βρω / τράβα τον άλυσο – τράβα την αλυσίδα / κόρη το λόγον
άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε – κι αυτή τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει /
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει ότι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη
λάχει και περάσει.
Εργασίες μαθητών Γυμνασίου Μελίκης
2013 - 2014
Γυμνάσιο Μελίκης
Μάθημα : Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Διδακτική ενότητα : Δημοτικά τραγούδια , "Το γεφύρι της Άρτας"
Τάξη : Γ' Γυμνασίου
Διδάσκουσα : Γαϊτανίδου Μάγδα
http://www.grevena.gr/perivallon/index.php?option=com_content&task=blogcategory&id=54&Itemid=175
Τα Πέτρινα γεφύρια
♦ Αναζητήστε βιβλιογραφικά στοιχεία και βρείτε πληροφορίες για την κατασκευή των πέτρινων γεφυριών στην Ελλάδα. Επισκεφθείτε, αν μπορείτε, μια περιοχή με ένα τέτοιο γεφύρι.
Τα
γεφύρια των Γρεβενών είναι τα μεγαλύτερα και εντυπωσιακότερα όλης της
Μακεδονίας. Το 1995, μετά από ενέργειες της Νομαρχίας Γρεβενών, η 11η Εφορεία
Βυζαντινών Μνημείων της Βέροιας κήρυξε τα γεφύρια του νομού, διατηρητέα
μνημεία. Η τεχνοτροπία τους είναι σε γενικές γραμμές η ίδια. Ούτε ένα, ούτε δυο, αλλά
δεκαεπτά είναι τα πέτρινα γεφύρια που «αναπαύονται» στον Νομό Γρεβενών.
Λιγότερο ξακουστά από τα γεφύρια της Ηπείρου, δεν παύουν να έχουν την δική τους
ιστορία και το δικό τους ενδιαφέρον, γεγονός που σε συνδυασμό με την ομορφιά
του φυσικού περιβάλλοντος είναι ικανό να προσελκύσει τον περιηγητή. Φύση,
αρχιτεκτονική και ιστορία συναντιούνται εδώ, σε έναν από τους πιο φτωχούς,
αραιοκατοικημένους αλλά και ωραίους νομούς της Ελλάδας, δίνοντας αφορμή για μία
ενδιαφέρουσα περιπλάνηση.
Σημαντικό για το μέγεθος του τόξου του (το
μεγαλύτερο στη Μακεδονία) είναι το γεφύρι του Ασίζ- αγά, το οποίο κτίσθηκε το
1727 και έχει μήκος
70μ. και ύψος 15μ.
Για
λόγους επικοινωνίας, σπουδαίο γεφύρι ήταν του Σπανού που συνέδεε την Ήπειρο με
την Μακεδονία. Έχει μήκος 84μ. και ύψος 10μ. και είναι το μεγαλύτερο του νομού.
Εντυπωσιακό
γεφύρι και επισκέψιμο από πλήθος κόσμου κάθε χρόνο, είναι αυτό της Πορτίτσας
που είναι χτισμένο στα ριζά του φαραγγιού έξω από το χωριό Σπήλαιο.
Το
δίτοξο γεφύρι του Ζιάκα, δίπλα από τη νέα γέφυρα που οδηγεί στο ομώνυμο χωριό,
χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στον ποταμό Βελονιά.
Δύσκολο
σε πρόσβαση, ειδικά το φθινόπωρο και το χειμώνα, είναι το γεφύρι του Καγκέλια,
δίπλα στο δρόμο που ενώνει το Τρίκωμο με το Μοναχίτι.
Ιδιαίτερο
γεφύρι λόγω της τοποθεσίας είναι αυτό της Πραμόριτσας με μήκος 42μ. Το μοναδικό
γεφύρι του νομού που είναι χτισμένο μέσα σε χωριό είναι του Δοτσικού.
Ανάμεσα
στα χωριά Κάστρο και Μέγαρο βρίσκεται το μονότοξο γεφύρι του Κάστρου χτισμένο
πάνω από τον ποταμό Γρεβενίτη, το οποίο σχηματίζει τέλειο ημικύκλιο ύψους 8μ.
Μικρότερα
και νεότερα γεφύρια είναι άλλα επτά στο νομό συν το μισογκρεμισμένο γεφύρι του
Πασά, το οποίο έχει παρόμοια παράδοση με αυτό της Άρτας. Το γεφύρι γκρεμίστηκε
το 1941 από τους Άγγλους προκειμένου να ανακοπεί η πορεία των Γερμανικών
στρατευμάτων.
Γεφύρι Γκαβού στην Αλατόπετρα.
Γεφύρι
Λιάτισσας στο Σπήλαιο.
Γεφύρι
Παπατάκη στο Κυπαρίσσι.
Γεφύρι
του Ματσαγκάνη στην Κρανιά.
Γεφύρι
του Κατσουγιάννη στο Σπήλαιο.
Γεφύρι
Δασύλλιο.
Γεφύρι
Σταυροποτάμου λίγο πιο έξω από τα Γρεβενά.
Αληθινή ή μη, η παρακάτω ιστορία είναι ενδεικτική της αστείρευτης και ανιδιοτελούς μητρικής αγάπης...
Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι. Ντρεπόταν γι αυτήν κι ώρες- ώρες την μισούσε. Δούλευε ως μαγείρισσα στη φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να του μιλάει, για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ένα μάτι, μονόφθαλμης.
Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα, από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του! Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό, πέρασε αυτή στο διάλειμμα να του πει ένα «γεια» και ένιωσε πολύ ταπεινωμένος! Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό, αναρωτιόταν. Την αγνόησε. Της έριξε μόνο ένα βλέμμα όλο μίσος κι έτρεξε μακριά! Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε:«Εεεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!» Ήθελε να πεθάνει! Ήθελε να εξαφανιστεί! Και όταν γύρισε σπίτι του, της είπε:Άν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου, τότε καλύτερα να πεθάνεις! Αυτή δεν του απάντησε.
«Δεν μ' ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε πολλά χρόνια μετά σ' ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από κείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά της για σπουδές. Και τα κατάφερα. Μα λίγο μετά ήρθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη φοιτητική λέσχη».
Αργότερα παντρεύτηκε! Αγόρασε δικό του σπίτι. Έκανε δύο παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του και τη δουλειά του. Και για τη μάνα του, τσιμουδιά σε κανέναν! Μια μέρα - μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος ήθελε - η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει από κοντά τα εγγόνια της. Και μόλις εμφανίστηκε στη πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε. Έξαλλος αυτός επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει, της φώναξε:Πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά εδώ στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγές έξω! Φύγε!. Η μητέρα του απάντησε γαλήνια:Αχ, πόσο λυπάμαι, κύριε...Μάλλον μου δώσανε λάθος διεύθυνση!
Κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά, πως ήταν η γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα έλαβε μια επιστολή - πρόσκληση για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το Δημοτικό σχολείο που θα γινόταν στην πόλη που γεννήθηκε! Είπε ψέματα στη γυναίκα του, ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο και μόνο από περιέργεια. Οι γείτονες του είπαν ότι η μητέρα του είχε πολύ πρόσφατα πεθάνει. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ στο άκουσμα του θανάτου της μάνας του. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι αυτόν.
Έγραφε:Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου...Έμαθα ότι έρχεσαι για τη σχολική συγκέντρωση κι ένιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω, έστω κι απ' την πόρτα. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα τη μονόφθαλμη. Αλλά, βλέπεις, όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα πολύ σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν μπορούσα να σκεφθώ ότι θα μεγαλώσεις και θα ζήσεις με ένα μάτι. Έτσι, σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο περήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι, αψεγάδιαστος...Έχεις πάντα όλη την Αγάπη μου! Η μητέρα σου.
Το γιοφύρι της Άρτας
Ένα διαφορετικό τέλος στην ιστορία....
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ' αποταχύ* και πάρωρα* το γιόμα».
Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι»
Αυτά είπε το πουλάκι και σιώπησε. Αλλά ο Πρωτομάστορας, στο μεταξύ, είπε να πάει στο σπίτι, μήπως και βρει κάποια λύση. Έτσι όμως είχε παρακούσει τις εντολές του πουλιού. Κι εκείνο τον περίμενε έξω από το σπίτι του να βγει, για να τον μαλώσει. Αλλά ο Πρωτομάστορας είχε και μια γάτα, τη Ζιζέλ. Αυτή, όταν είδε το πουλάκι, του όρμησε. Το πουλάκι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ παρόμοιο πρόβλημα, ούτε και πίστευε ότι θα αντιμετωπίσει ποτέ. Η γάτα έπιασε το πουλί και το πλήγωσε άσχημα. Ο Πρωτομάστορας άκουσε τις φωνές και βγήκε έξω. Το πουλάκι του ζήτησε βοήθεια κι εκείνος απάντησε:
«Λόγο βαρύ ξεστόμισες, πριν λίγο στο γιοφύρι,
κι αν θέλεις τώρα να σωθείς, εμπρός, πάρε τον πίσω.»
Το πουλάκι, επειδή ήθελε να ζήσει κι άλλο, πήρε πίσω όσα είπε. Ο Πρωτομάστορας πήρε τήρησε τη συμφωνία και το έσωσε. Το πουλάκι έφυγε μακριά. Σε λίγο καιρό το γιοφύρι ήταν έτοιμο κι ο Πρωτομάστορας με τη γυναίκα του και τη Ζιζέλ πήγαν στα εγκαίνια…
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.