Οι κυριότερες σημασίες των αχώριστων μορίων στη Νεοελληνική
Γλώσσα
Α Λόγια αχώριστα μόρια
αρχι-
1. δηλώνει το επικεφαλής άτομο ανάμεσα σε άλλα της ίδιας
επαγγελματικής κλίμακας, π.χ. αρχίατρος
2. το πρόσωπο που έχει στο μεγαλύτερο βαθμό την ιδιότητα
αυτού που εκφράζει το β΄συνθετικό, π.χ. αρχικατάσκοπος
3. στον υπερθετικό βαθμό την αρνητική ιδιότητα που δηλώνει
το β΄συνθετικό, π.χ. αρχικλέφτης, αρχιτεμπέλης
4. την έναρξη του χρόνου που δηλώνει το β΄ συνθετικό, π.χ.
αρχιμηνιά, αρχιχρονιά
αμφι-
1 α. γύρω από, και από τις δυο πλευρές, π.χ. αμφίκοιλος β.
διπλή δυνατότητα, π.χ. αμφίδρομος, αμφίβιο
2. για καταστάσεις ή ενέργειες αμφίβολες, που δεν είναι
ξεκαθαρισμένο προς τα πού κλίνουν, π.χ. αμφίρροπος
ανα-
1. δηλώνει τόπο με την έννοια του «πάνω», π.χ. άνοδος
2. με επιτατική σημασία, π.χ. ανακράζω
3. με υποκοριστική σημασία, π.χ. ανάλαφρος
4. επανάληψη, π.χ. αναβαθμολογώ
δια- (δι-)
1α. δηλώνει κίνηση διαμέσου, από τη μια μεριά ως την άλλη,
π.χ. διαπερνώ,
β. κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις, π.χ. διαχέω
2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο γίνεται μεταξύ αυτών που
εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, π.χ. διαπροσωπικός
3. σε ρήματα και τα παράγωγά τους: α. μοιρασιά, διανομή π.χ.
διανέμω, β. ασυμφωνία, π.χ. διαφέρω
γ. ανταγωνισμό ή αμοιβαιότητα π.χ. διαγωνίζομαι,
διαπληκτίζομαι, δ. τρόπο εκτέλεσης μιας προσπάθειας, εξέ-
λιξης, διαδικασίας, π.χ. διαμορφώνω
4. χρόνο από την αρχή μέχρι το τέλος του διαστήματος που
δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη, π.χ. διανυκτερεύω
5α. με επιτατική σημασία, π.χ. διακαής / για την επιδίωξη
του τέλειου αποτελέσματος μιας διαδικασίας, π.χ. διακατέχομαι
β. με υποκοριστική λειτουργία, για να δείξει ότι αυτό που
δηλώνει η πρωτότυπη λέξη γίνεται με
δυσκολία, π.χ. διαβλέπω, διαφαίνεται
διχο-
δηλώνει τη διαίρεση σε δύο ίσα μέρη, π.χ. διχοτόμος
δυσ-
1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δύσκολα μπορεί να δεχτεί
την ενέργεια της πρωτότυπης λέξης, π.χ. δισεπίλυτος
2. προσδίδει στην πρωτότυπη λέξη την ιδιότητα του «κακός»,
«άσχημος», «δυσάρεστος» κ.λπ., π.χ. δύσμορφος, δύστυχος
3. αίρει τη θετική σημασία της πρωτότυπης λέξης, π.χ.
δυσανάλογος, δυσαρμονικός
εισ-
1. κίνηση ή ενέργεια προς τα μέσα ή προς το τέρμα, π.χ.
εισάγω, εισβάλλω
2. ενέργεια για ένα σκοπό, π.χ. εισηγούμαι, εισπράττω
εκ- (εξ-)
1. αφαίρεση, π.χ. εξαερισμός
2. απομάκρυνση από αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη, π.χ.
εκθρόνιση
3. κίνηση προς τα έξω, π.χ. εκτόξευση, έξοδος
4. μεταβολή του αντικειμένου σε αυτό που εκφράζει η
πρωτότυπη λέξη, π.χ. εξατμίζω, εκλαϊκεύω
5. ως επιτατικό, π.χ. έκπληκτος, εκμάθηση
6. ως στερητικό, π.χ. έκτακτος, εκτονώνω
εν- (εμ-, εγ-, ερ-, ελ-)
1. μέσα ή ανάμεσα ή επάνω σε αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη
λέξη, π.χ. εγκιβωτίζω, εντάσσω, ενθρονίζω 2. με τον τρόπο που εκφράζει η
πρωτότυπη λέξη, π.χ. έμμισθος, έμπρακτος
3. έχει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, π.χ. έγχορδος,
έμπειρος
4. επιτατικά, π.χ. έναστρος, εναγώνιος
επι- (επ-, εφ-)
1. δηλώνει τόπο: επάνω ή το εξωτερικό στρώμα που εκφράζει η
πρωτότυπη λέξη, π.χ. επιτύμβιος, επικάλυψη
2. χρόνο: α. γι’ αυτό που ακολουθεί αυτό που εκφράζει η
πρωτότυπη λέξη, π.χ. επίλογος, επίγονος,
β. για τη δήλωση διάρκειας όσης δηλώνει η πρωτότυπη λέξη,
π.χ. εφήμερος
3. ποσό: α. επιτατικά, π.χ. επαυξάνω, επιταχύνω,
β. το τελευταίο στάδιο μιας διαδικασίας, π.χ. επισφραγίζω
4. σκοπό, αιτία, π.χ. επιβλαβής, επίδοξος
5. τρόπο: α. εχθρική διάθεση, π.χ. επιτίθεμαι, β. αμοιβαία
σχέση, π.χ. επικοινωνία
ημι-
1. α. το ένα από τα δύο ίσα μέρη, π.χ. ημισφαίριο, ημικύκλιο
β. ότι η λέξη έχει σε μικρότερο βαθμό τα χαρακτηριστικά της
πρωτότυπης, π.χ. ημίθεος, ημίφως
2. ότι στη λέξη δεν υπάρχουν όλα αλλά μερικά από τα
χαρακτηριστικά του β΄συνθετικού, π.χ. ημιάγριος
3. σε επιστημονικούς όρους, π.χ. ημικυτταρίνες, ημικρανία
περι- 1.
1. γύρω, από όλες τις μεριές, π.χ. περίμετρος, περιφράσσω
2. κοντά, π.χ. περίγειο, περιήλιο
3. για κυκλική κίνηση, π.χ. περιστρέφω, περιφέρω
4. για κίνηση χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, π.χ.
περιπλανιέμαι, περιδιαβαίνω
5. με τη σημασία τού «κρατώ μέσα», π.χ. περιέχω
6. σε επίθετα με επιτατική σημασία, π.χ. περιζήτητος
7. για να δηλώσει φροντίδα σχετική με αυτό που εκφράζει η
πρωτότυπη λέξη, π.χ. περιποιούμαι, περισώζω
συν-
1. αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη γίνεται με τη βοήθεια
κάποιου, μαζί με κάποιον, π.χ. συμπάσχω, συνοδηγός
2. ένωση, π.χ. συνομοσπονδία, σύνδεση, σύναψη
3. συγκέντρωση, π.χ. συμμαζεύω, συναγωγή
4. ομοιότητα, π.χ. συγγενής, συμμετρία
5. επιτατικά, π.χ. συντρίβω, συνταράσσω
υπο-
1α. κάτω από, π.χ. υπέδαφος, υπόστρωμα,
β. το πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από την εξουσία άλλου,
καθώς και την εκτέλεση ανάλογης πράξης, π.χ. υπόδουλος, υποτάσσω,
γ. το πρόσωπο που βρίσκεται βαθμολογικά σε κατώτερη θέση,
π.χ. υποδιευθυντής
2. δηλώνει ότι η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη
γίνεται λίγο, κρυφά, παράνομα, π.χ. υποδηλώνω, υποκινώ
3α. σε μικρότερο βαθμό, π.χ. υπολειτουργώ, υποσιτίζομαι,
β. υποδιαίρεση, π.χ. υποκατάστημα, υποσύνολο,
γ. (ιατρ.) χαμηλότερες από το κανονικό τιμές, π.χ. υπόταση,
υπογλυκαιμία,
δ. το προσδιοριζόμενο έχει σε χαμηλότερο βαθμό τις ιδιότητες
που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη,
π.χ. υπόξινος, υπόλευκος.
Λαϊκά αχώριστα μόρια
α- (αν-, ανα-)
1. το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, π.χ.
άκακος, άγνωστος
2. την απουσία της κατάστασης που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη,
π.χ. ανελευθερία, ανευθυνότητα
ξε-
1α. την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη
λέξη, π.χ. ξεδιψώ, ξεκλειδώνω,
β. το τέλος της ενέργειας, κατάστασης, π.χ. ξεμουδιάζω,
ξεϊδρώνω,
γ. τη χρονική περίοδο, π.χ. ξεκαλοκαιριάζω, ξενυχτώ,
δ. την αφαίρεση του αντικειμένου που δηλώνει η πρωτότυπη
λέξη, π.χ. ξεφλουδίζω, ξαρμυρίζω
2. έξω, π.χ. ξεχειλίζω, ξεσπιτώνω
3. με τη σημασία τού «εντελώς», π.χ. ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω
4. με τη σημασία τού «σιγά σιγά», «κρυφά», π.χ. ξεγλιστρώ
Από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μ.
Τριανταφυλλίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.